βήσσω
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
Att. βήττω, fut. βήξω Hp.Mul.1.41: aor. ἔβηξα Hdt.6.107, Hp.Prog.8: (βήξ):—cough, ll.cc., Ar.Ec.56, etc.:—Med. in act. sense, Hp.Morb.2.52:—Pass., τὰ βησσόμενα Id.Epid.1.3.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω Ar.Ec.56, Fr.322.8, Arist.de An.420a31
1 toser Hippon.83, Ar.ll.cc., Hp.Prog.8, 17, Epid.1.1, Acut.58, ICr.1.17.17.4 (II/I a.C.), Gal.13.8, Aret.SD 1.8.4, IEphesos 456.1.2, c. ac. int. βήσσουσι ξηρὰ βήχια tienen tos seca Hp.Morb.3.16.18
•en v. med. mismo sent. Hp.Morb.2.54a.
2 escupir, expectorar ἔβηξαν οἷον ἀλίβαντα πίνοντες Hippon.189, Call.Fr.216, c. ac. int. σμικρὰ, πυκνά Hp.Epid.1.2, tb. en v. med. αἷμα βήσσεται Hp.Morb.2.53, 54b, τὰ βησσόμενα expectoraciones, esputos Hp.Epid.1.3.
3 fact. hacer expectorar βῆχες ξηραὶ βήσσουσι Hp.Epid.1.1.
• Etimología: v. βήξ.
German (Pape)
[Seite 442] att. βήττω, husten, Ar. Eccl. 56; Xen. Cyr. 2, 2, 1 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
v. βήττω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
βήσσω: атт. βήττω (aor. ἔβηξα) кашлять Her., Arph., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
βήσσω: Ἀττ. –ττω· μέλλ. βήξω Ἱππ. 607. 46· ἀόρ. ἔβηξα Ἡρόδ. 6. 107, Ἱππ.· - λέξ. ὠνοματοπ. κ. «βήχω», Ἱππ. Προγν. 39, κτλ., Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 56, κτλ.· -Μέσ. ἐν ἐνεργ. σημασίᾳ, Ἱππ. 479. 33· πρβλ. ἀποβήσσω.
Greek Monolingual
βήσσω και (αττ. τ.) βήττω (Α) βηξ
βλ. βήχω.
Greek Monotonic
βήσσω: Αττ. -ττω, μέλ. βήξω, σε Ιππ.· αόρ. αʹ ἔβηξα· βήχω, σε Ηρόδ. (ηχομιμ. λέξη).
Middle Liddell
[Formed from the sound.] [fut. βήξω Hipp.]
to cough, Hdt.
Mantoulidis Etymological
(=βήχω). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Εἶναι μᾶλλον ἠχοποιημένη λέξη. Θέμα βηχ-j-ω → βήσσω. Παράγωγο: βῆγμα (=φλέγμα).