ἀμπυκτήρ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ἀμπυκτῆρος, ὁ, horse's bridle, A.Th.461.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ frontalera de caballo, A.Th.461.
German (Pape)
[Seite 129] ῆρος, ὁ, Pferdezaum, Aesch. Spt. 443, nach dem Schol. eigtl. nur das Stirnblatt an demselben, κορυφιστῆρες, προμετωπίδια
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
bandeau pour la tête d'un cheval.
Étymologie: cf. ἄμπυξ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμπυκτήρ: ῆρος ὁ (конское) оголовье или узда Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπυκτήρ: ῆρος, ὁ, (ἄμπυξ) τὸ προμετωπίδιον τοῦ χαλινοῦ τῶν ἵππων, Αἰσχύλ. Θ. 461.
Greek Monolingual
ἀμπυκτήρ (-ῆρος), ο (Α) ἄμπυξ
χαλινάρι, γκέμια αλόγου.
Greek Monotonic
ἀμπυκτήρ: -ῆρος, ὁ (ἄμπυξ), προμετωπίδα του χαλιναριού των αλόγων, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἄμπυξ
a horse's head-band, Aesch.