ἀναπετάννυμι
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
or ἀναπεταννύω X.An.7.1.17 (cf. ἀναπίτνημι), poet. ἀμπ-; ἀναπετάω Luc.Cal.21: fut. -πετάσω, Att.
A -πετῶ Men.Fr.3 D.:— spread out, unfold, ἀνά θ' ἱστία λευκὰ πέτασσαν Il.1.480, etc.; ἀ. βόστρυχον E.Hipp.202; τὰν ἐπ' ὄσσοις ὀμπέτασον χάριν unfold, display, Sapph.29; φάος ἀμπετάσας having shed light abroad, E.IA34; ἀναπετάσαι τὰς πύλας throw wide the gates, Hdt.3.146, cf. X.An. l. c.:—Pass., ἀναπεπταμέναι σανίδες, θύραι, Il.12.122, Pi.N.9.2; βλέφαρα ἀναπετάννυται X.Mem.1.4.6; ἀλώπηξ ἀναπιτναμένη a fox sprawling on its back to await the eagle's swoop, Pi.I.4(3).47: in pf. Pass., to be open, lie open, οἰκία πρὸς μεσημβρίαν -πέπταται lies open to the south, X.Oec.9.4; αὐλὼν ἀναπέπταται πρὸς τὴν θάλατταν Plu. Fab.6; freq. in pf. part., open, ἐν πελάγεϊ ἀ. ναυμαχήσεις Hdt.8.60. ά; ἀ. ὄμματα X.Mem.2.1.22; ἀ. πρὸς τὸ φῶς τὴν εἴσοδον ἔχουσα, of the cave, Pl.R.514a; δίαιτα ἀ. in the open air, Plu.Per.34: metaph., ἀ. παρρησία open, barefaced impudence, Pl.Phdr.240e; ὄμμα ἀ. impudent, brazen, Zeno Stoic.1.58; ἀ. τῇ ψυχῇ δέξασθαί τι Luc.Nigr.4.
German (Pape)
[Seite 201] p. ἀμπ. (s. πετάννυμι), fut. ἀναπετῶ, Men. bei Suid., auseinander breiten, ἱστία, die Segel ausspannen, Il. 1, 480 Od. 4, 783. 8, 54. 10, 506 ἀνά θ' ἱστία λευκὰ πέτασσαν (πετάσσας); τὰς πύλας, die Thore öffnen, Her. 3, 147. 158; θύρας Plat. Phil. 62 c; vgl. Xen. Cyr. 8, 3, 11; σανίδες ἀναπεπταμέναι, geöffnete Thorflügel, Il. 12, 122; θύραι Pind. N. 9, 2; πέλαγος ἀναπεπταμένον, die offene See, Her. 8, 60. Häufig ἀναπεπταμένος, offen, τόπος Plat. Phaed. 111 c; Xen. Hell. 4, 1, 8; Pol. 1, 51; δίαιτα καθαρὰ καὶ ἀναπ., das Leben in reiner, freier Luft, Plut. Pericl. 34; παῤῥησία κατακορὴς καὶ ἀναπ., freche, Plat. Phaedr. 240 e, wie ὀμματα Xen. Mem. 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπετάννῡμι: ἢ -ύω, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 17. (πρβλ. ἀναπίτνημι)· ἀναπετάω Λουκ. π. Διαβ. 21: μέλλ. -πετάσω, Ἀττ. -πετῶ: ποιητ. ἀμπ-. Ἀναπτύσσω, ἀνοίγω, ἁπλώνω, ἀνά θ’ ἱστία λευκὰ πέτασσαν (ἐν τμήσει) Ἰλ. Α. 480, κτλ.· ἀν. βόστρυχον Εὐρ. Ἱππ. 202· στᾶθι κἄντα φίλος... καὶ τὰν ἐπ’ ὄσσοις ἀμπέτασον χάριν, κατασκέδασον τὴν ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν χάριν, Σαπφ. 62· φάος ἀμπετάσας, κατασκεδάσας, διαχύσας, φῶς, Εὐρ. Ι. Α. 34· ἀναπετάσαι τὰς πύλας, ἀνοῖξαι, Ἡρόδ. 3. 146: - Παθ., ἀναπεπταμέναι σανίδες, θύραι Ἰλ. Μ. 122, Πινδ. Ν. 9. 4, πρβλ. τὴν λέξ. κλισιάδες· ὡσαύτως, βλέφαρα ἀναπετάννυται Ξεν. Ἀπομ. 1. 4, 6· ἀλώπηξ... ἀναπιτναμένα, πλαγιασμένη εὐρέως ἐπὶ τῶν νώτων της καὶ ἀναμένουσα τὴν ἔφοδον τοῦ ἀετοῦ, Πινδ. Ι. 4. 80 (3. 79): - ἡ μετοχ. τοῦ παθητ. πρκμ. ἀναπεπταμένος, -η, -ον, συχνάκις εἶναι ἁπλοῦν ἐπίθ., ἀνοικτός, ἐν πελάγεϊ ἀναπεπταμένῳ ναυμαχήσεις Ἡρόδ. 8. 60, 1· ἀν. ὄμματα Ξεν. Ἀπομ. 2. 1. 22· οἰκία πρὸς μεσημβρίαν ἀν., ἀνοικτὴ πρὸς νότον, ὁ αὐτ. Οἰκ. 9, 4· ἀν. πρὸς τὸ φῶς τὴν εἴσοδον ἔχουσα, περὶ οἰκίας, Πλάτ. Πολ. 514Α· δίαιτα ἀν., ἐν ὑπαίθρῳ, Πλουτ. Περ. 34· μεταφ., ἀν. παρρησία, ἀναίσχυντος, ἀναιδὴς παρρησία, «ξετσιπωσιά», Πλάτ. Φαῖδρ. 240Ε.