διαχειρίζομαι

From LSJ
Revision as of 06:18, 4 June 2024 by Spiros (talk | contribs)

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source

English (Strong)

from διά and a derivative of χείρ; to handle thoroughly, i.e. lay violent hands upon: kill, slay.

French (Bailly abrégé)

1 manier, traiter, soigner, acc.;
2 porter la main sur, tuer, acc..
Étymologie: διά, χειρίζω.

Spanish

asesinar, matar

Russian (Dvoretsky)

умерщвлять, налагать руки

Greek Monolingual

(ΑΝ) και διαχειρίζω (AM) και διαχειρώ (Α)
1. κρατώ στα χέρια μου, μεταχειρίζομαι, διευθύνω
2. επιτροπεύω, επιμελούμαι
(μσν. ενεργ.-αρχ. μέσ.) σκοτώνω.