ὀπίζομαι

From LSJ
Revision as of 10:27, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht

Menander, Monostichoi, 352
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπίζομαι Medium diacritics: ὀπίζομαι Low diacritics: οπίζομαι Capitals: ΟΠΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: opízomai Transliteration B: opizomai Transliteration C: opizomai Beta Code: o)pi/zomai

English (LSJ)

Lacon. ὀπίδδομαι IG5(1).919, Hom. only pres. and impf. 2 and 3sg. : later also part. (v. infr.), and aor.

   A ὠπίσατο Q.S.2.618: (ὄπις):—regard with awe and dread, Διὸς δ' ὠπίζετο μῆνιν Od.14.283 ; τῶν ὅ γ' ὀπίζετο μῆνιν Hes.Sc.21 ; σὸν θυμὸν ὀπίζομαι Od.13.148 ; μητρὸς . . ὠπίζετ' ἐφετμήν Il.18.216 ; ἐμὲ δ' οὐδὲν ὀπίζεο νόσφιν ἐόντα 22.332, cf. h.Merc.382 : abs. in part., feel awe or reverence, Pi.P.4.86, I.3.5 ; χάρις ὀπιζομένα filled with reverence, Id.P.2.17.    2 after Hom., care for, c. gen. pers., Thgn.734,1148, A.R.2.181, Man.6.218 :—so later in Act., σώματος . . ὀπίζων App.Anth.3.143.—Ep. and Lyr. Verb, never in Trag.

German (Pape)

[Seite 357] (ὄπις), Rücksicht worauf nehmen, sich woran lehren, mit dem Nebenbegriff theils der ehrfurchtsvollen Scheu, achten, ehren, μητρὸς γὰρ πυκινὴν ὠπίζετ' ἐφετμήν, Il. 18, 216, den Befehl der Mutter in Ehren halten u. ihm gehorchen, theils der Furcht vor den Mächtigeren, Διὸς δ' ὠπίζετο μῆνιν ξεινίου, Od. 14, 283; Hes. Sc. 21; ἀλλὰ σὸν αἰεὶ θυμὸν ὀπίζομαι ἠδ' ἀλεείνω, Od. 13, 148; auch zum Hektor sagt Achilles ἐμὲ δ' οὐδὲν ὀπίζεο νόσφιν ἐόντα, Il. 22, 332; H. h. Merc. 382; Pind. P. 2, 17, der auch ζώει μάσσων ὄλβος ὀπιζομένων verbindet, I. 3, 5, derer, die vor den Höheren Ehrerbietung, Achtung haben; sp. D., Diod. 16 (VII, 624), die es auch wie φροντίζομαι u. ä. mit dem gen. verbinden; so schon Theogn. 732. 1144; οὐδ' ὅσσον όπίζετο καὶ Διὸς αὐτοῦ, Ap. Rh. 2, 181. 4, 700; vgl. Maneth. 6, 218. – Das activ. in derselben Bdtg findet sich in einem späteren Epigramm, Ep. ad. 632 (App. 223), σώματος ἔσχατ' ὀπίζων.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπίζομαι: ἀποθ., ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ κατὰ παρατατ. γ΄ ἑνικ.: ἀκολούθως καὶ κατὰ μετοχ. (ἴδε κατωτ.) καὶ ἀόρ. ὠπίσατο, Κόϊντ. Σμ. 2. 618· (ὄπις). Θεωρῶ μετὰ φόβου καὶ σεβασμοῦ, φοβοῦμαι, σέβομαι, Λατ. vereri, revereri, Διὸς δ’ ὠπίζετο μῆνιν Ὀδ. Ξ. 283· τῶν ὄγ’ ὀπίζετο μῆνιν Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 21· σὸν θυμὸν Ν. 148· μητρὸς ἐφετμὴν Ἰλ. Σ. 216· ἐμὲ δ’ οὐδὲν ὀπίζεο νόσφιν ἐόντα Φ. 332, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 382· - ἀπολ., ὀπιζόμενος, ἄνθρωπος εὐσεβής, Πινδ. Π. 4. 152, Ι. 3. 7· χάρις ὀπιζομένα, εὐσεβὴς εὐγνωμοσύνη, ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 34. 2) μεθ’ Ὅμηρ., φροντίζω, περί τινος, μετὰ γεν. προσ. ὡς τὰ ὅμοια ῥήματα ἀλέγω, ἀλεγίζω, ἐπιστρέφομαι, Θέογν. 732, 1144, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 181· πρβλ. ὄπις ΙΙ. 1· - τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ ἔν τινι μεταγεν. ἐπιγράμμ. ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, σώματος ... ὀπίζων Ἀνθ. Π. παράρτ. 223. - Ἐπικ. καὶ λυρ. ῥῆμα οὐδαμοῦ ἐν χρήσει παρὰ Τραγ.