φάντασμα
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ατος, τό,
A = φάσμα, apparition, phantom, ἐνύπνια φαντάσματα A.Th.710; νυκτέρων φ. ἔχουσι μορφάς Id.Fr.312; φ. δαίμονος Plu.Dio 2, cf. E.Hec.54,94 (anap.), 390, Chrysipp.Stoic.2.22, Ev.Matt.14.26; περὶ τὰ μνήματα . . ὤφθη ἄττα ψυχῶν σκιοειδῆ φ. Pl.Phd.81d; vision, dream, Arist.EN 1102b10(pl.), Theoc.21.30. b pl., phenomena, τὰ ἐν ἀέρι φ. Arist. Mu.395a29: pl., portents, D.H.4.62. II = φαντασία 1, Pl.Prt.356e, Tht.167b, Prm.166a, R.598b, Arist.de An.428a1, Epicur.Ep.2pp.37,51 U.; distd. from εἰκών, Pl.Sph.236c.
German (Pape)
[Seite 1255] τό, Erscheinung, Gespenst; ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις Aesch. Spt. 692; νύκτερα frg. 293; Eur. Hec. 54; bei Plat. von εἰκών unterschieden, Soph. 236 c; τὰ ἐν τοῖς ὕδασι φαντάσματα Rep. VI, 510 a; Ggstz τὰ ὄντα X, 599 a. – Vorstellung, Soph. 232 a; bei den Stoikern bes. das Bild einer nichtigen, leeren Vorstellung.
Greek (Liddell-Scott)
φάντασμα: τό, (φαντάζω) = φάσμα, ὡς καὶ νῦν, ἐνύπνια φαντάσματα Αἰσχύλ. Θήβ. 710· νυκτέρων φ. ἔχουσι μορφὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 298, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 54, 95, 390, Pors. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 401, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 900F· ― ἐντεῦθεν ὅραμα, ἐνύπνιον, ὄνειρον, Θεόκρ. 29. 30· ― ὡσαύτως, τὰ ἐν ἀέρι φαινόμενα Ἀριστ. περὶ Κόσμου 4. 21. ΙΙ. ἐν τῇ Φιλοσοφίᾳ, ἴνδαλμα παρουσιαζόμενον εἰς τὸν νοῦν ὑπό τινος πράγματος, Λατ. visum, Πλάτ. Φαίδων 81D, Θεαίτ. 167Β, Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 3, 9, κ. ἀλλ.· πρβλ. φαντασία ΙΙ. 2. 2) ἁπλοῦν ἴνδαλμα, οὐχὶ πραγματικότης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὄν, πρὸς τὸ ἀλήθεια, Πλάτ. Παρμεν. 166A, Πολ. 598Β, κλπ.· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ εἰκών, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 236C.