ἀμέλλητος

From LSJ
Revision as of 19:59, 21 September 2024 by Spiros (talk | contribs)

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμέλλητος Medium diacritics: ἀμέλλητος Low diacritics: αμέλλητος Capitals: ΑΜΕΛΛΗΤΟΣ
Transliteration A: améllētos Transliteration B: amellētos Transliteration C: amellitos Beta Code: a)me/llhtos

English (LSJ)

ἀμέλλητον, without delay or without hesitation, Luc.Nigr.27. Adv. ἀμελλήτως Plb.16.34.12, al.:—also ἀμελλητί Ph.1.172, J.AJ19.6.3, Them. Or.16.208c, Iamb.VP3.14.

Spanish (DGE)

-ον
1 inaplazable ἡ πρὸς τὸ καλὸν ὁρμή Luc.Nigr.27.
2 adv. ἀμελλήτως = sin retraso, sin tardanza, sin demora ἐπέβαινεν Plb.4.71.10, ὥρμων Plb.16.34.12, c. inf. καταβαίνειν Agathin. en Orib.10.7.22.

German (Pape)

[Seite 121] nicht aufgeschoben, unverzüglich, ὁρμή Luc. Nigr. 27. – Adv., Pol. 4, 71, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne doit pas être différé.
Étymologie: , μέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμέλλητος: не терпящий промедления, неотложный (ἡ πρὸς τὸ καλὸν ὁρμή Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμέλλητος: -ον, ὁ ἄνευ μελλήσεως, ὁ ἄνευ ἀναβολῆς, ἀνυπέρθετος, Λουκ. Νιγρ. 27. ― Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 4. 71, 10, ὡσαύτως ἀμελλητὶ Θεμίστ. 208C: ἴδε λέξ. ἀμέλητος.

Greek Monolingual

ἀμέλλητος, -ον (Α) μέλλω
ο γινόμενος δίχως αναβολή ή αυτός που δεν επιδέχεται αναβολή.

Greek Monotonic

ἀμέλλητος: -ον (μέλλω), αυτός που δεν μπορεί να αναβληθεί, σε Λουκ.

Middle Liddell

μέλλω
not to be put off, Luc.