καταγλυκαίνω
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
English (LSJ)
sweeten, Gal.14.753:—metaph. in Med., ἐν ἐννέ' ἂν Χορδαῖς κατεγλυκάνατο Chionid.4.
German (Pape)
[Seite 1342] sehr süß machen, versüßen, Sp.; τὴν ἀκοήν, das Ohr kitzeln, dem Ohre schmeicheln. – Auch med., ἐν ἐννέ' ἂν χορδαῖς κατεγλυκάνατο Chionids bei Ath. XIV, 638 e.
Greek (Liddell-Scott)
καταγλῠκαίνω: κάμνω τι λίαν γλυκύ, Γαλην. τ. 14. σ. 753, 13· μεταφ., ποιητῶν μέτρῳ καὶ μύθῳ καταγλυκαινόντων τὴν ἀκοὴν Ἐκκλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ταῦτ’ οὐ μὰ τὸν Δία Γνήσιππος οὐδὲ Κλεομένης ἐν ἐννέ’ ἂν χορδαῖς κατεγλυκήνατο Χιωνίδης ἐν «Πτωχοῖς» 1.
Greek Monolingual
καταγλυκαίνω (AM)
1. κάνω κάτι πολύ γλυκό
2. παρέχω μεγάλη ηδονή σε κάποιον, ευχαριστώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + γλυκαίνω (< γλυκύς)].
Translations
sweeten
Aromanian: ndultsescu, ãndultsescu; Bulgarian: подслаждам; Catalan: endolcir; Chinese Mandarin: 加甜; Czech: sladit; Danish: søde, forsøde; Dutch: zoeten; Esperanto: dolĉigi; Estonian: magustama; Finnish: makeuttaa; French: adoucir; Galician: adozar; Gallurese: indulcí; German: süßen; Greek: γλυκαίνω; Ancient Greek: ἀναγλυκαίνω, ἀπογλυκαίνω, ἀφηδύνω, γλυκάζω, γλυκαίνω, ἐγγλυκαίνω, ἐπιγλυκαίνω, ἐφηδύνω, ἡδύνω, καθηδύνω, καταγλυκαίνω, παρηδύνω; Hungarian: édesít; Irish: milsigh; Italian: addolcire, zuccherare; Korean: 달게 하다; Latin: condulco, dulcifico, dulco, dulcoro; Latvian: saldināt; Luxembourgish: séissen; Macedonian: засладува; Maori: whakareka; Norman: adouochi; Old English: swētan; Polish: słodzić; Portuguese: adoçar, adocicar; Quechua: misk'ichay; Romanian: îndulci; Russian: подслащивать, подслащать, сластить, подсластить; Sardinian Campidanese: indurciai; Logudorese: indulchire; Sassarese: indutzà; Sicilian: nnùciri; Spanish: azucarar, edulcorar, endulzar; Swedish: söta; Ukrainian: підсолоджувати, підсолодити