φακός

From LSJ
Revision as of 11:06, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰκός Medium diacritics: φακός Low diacritics: φακός Capitals: ΦΑΚΟΣ
Transliteration A: phakós Transliteration B: phakos Transliteration C: fakos Beta Code: fako/s

English (LSJ)

ὁ ( φακόν, τό, Pap. in Philol.80.340 (s. v.l.)),

   A lentil, Ervum Lens, and its fruit, Solon 38.3, Hdt.4.17, IG12.334.7, Thphr.HP8.1.4, Diocl.Fr.117, etc.; φακὸν ἕψειν Theoc.10.54; ἕψημα φακοῦ LXX Ge.25.34; ἀφέψημα φακοῦ Sor. 1.121.    b pl. = φακῆ, lentil-soup, Pherecr.67.3, Amphis40, Gal.6.770, Vict.Att.7.    2 φ. ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων, duckweed, Lemna minor, Dsc.1.12, 4.87.    II anything shaped like lentils:    1 hot-water bottle, POxy.1088.46 (i A. D.); φ. ὀστράκινος Hp.Nat.Mul.34; πυρίη φακῶν τῶν κεραμήων Aret.CA2.5; φ. τοῦ ἐλαίου oil-flask, LXX 1 Ki.10.1; τοῦ ὕδατος ib.26.11.    2 spot on the body, mole, birthmark, PPetr.3p.2, al. (iii B. C.), Dsc.1.13, 5.118, Plu.2.563a, 800e, Gal.11.845, etc.    3 ornament on beds, Theodor.Hierap. ap. Ath.10.413b. (Cf. Albanian baθε 'Vicia Faba'.)

German (Pape)

[Seite 1252] ὁ, 1) die Linsenpflanze u. ihre Frucht, die bes. bei Leichenbegängnissen gegessen wurde; Solon 30; Her. 4, 17 u. A.; Diosc.; dah. τὸν φακὸν ηὐτρέπισαν Nicarch. 26 (XI, 119); – φακὸς ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων, die Wasserlinse, Diosc. – 2) ein linsenförmiges Gefäß, eine flachrunde Wärmflasche, Hippocr. – 3) ein linsenförmiger Fleck am Leibe, Leberfleck, auch Sommersprossen; Medic.; Plut. S. N. V. 21.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰκός: ὁ, τὸ φυτὸν καὶ ὁ καρπὸς τῆς φακῆς, τρώγουσι... συμμεμιγμένους γούρους φακοῖσι Σόλων παρ’ Ἀθην. 645F, Ἡρόδ. 4. 17, κλπ.· ― ὡσαύτως ὡς τὸ φακῆ, ἔδεσμα ἐκ φακῶν, μάλιστα ἐν τῷ πληθυντ., Φερεκράτ. ἐν «Κοριαννοῖ» 1, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 4, κλπ.· ἀλλ’ οὐδέποτε τὸ θηλ. φακῆ λέγεται ἐπὶ τοῦ ὠμοῦ ὀσπρίου, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 455. 2) φ. ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων, φυτόν τι φυόμενον εἰς ἕλη, Lemna minor, Διοσκ. 4. 88. ΙΙ. πρᾶγμα ὅμοιον τὸ σχῆμα πρὸς ὠμὸν φακόν: 1) φ. ὀστράκινος, πλατὺ ἀγγεῖον εἰς σχῆμα φακοῦ πρὸς θέρμανσιν χρήσιμον, Ἱπποκρ. 576. 44, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 5· φ. τοῦ ἐλαίου, ἀγγεῖον ἐλαίου, «λαδικόν», Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Ι΄. 1). 2) θήκη νεκροῦ, Ἰουστῖν Μάρτ. 3) κηλὶς ἐπὶ τοῦ σώματος, στίγμα, «ἐλῃά», ἀκροχορδόνες καὶ μιάσματα καὶ φακοὶ πατέρων ἐν παισὶν ἐμφανισθέντες Πλούτ. 2. 563Α· ἐν τῷ προσώπῳ φακὸς τῆς κλίνης περίχαλκον Ἀθήν. 413Β.