μιαιφόνος

From LSJ
Revision as of 11:11, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐαιφόνος Medium diacritics: μιαιφόνος Low diacritics: μιαιφόνος Capitals: ΜΙΑΙΦΟΝΟΣ
Transliteration A: miaiphónos Transliteration B: miaiphonos Transliteration C: miaifonos Beta Code: miaifo/nos

English (LSJ)

ον, (parox.)

   A bloodthirsty, murderous, in Il. always epith. of Ares, 5.31, 455, 844, al.: coupled with θρασύχειρ, B.Scol.Oxy.5.1; μ. μύσος pollution of murder, E.Andr.335: c. gen., μ. τέκνων murderess of thy children, Id.Med.1346: Comp. -ώτερος Hdt.5.92.ά, E.Med.266: Sup. -ώτατος Id.Tr.881. Adv. μῐαιφόν-νως Memn. 1.4: Sup. -ώτατα D.C.79.3.

German (Pape)

[Seite 182] mit Mordbesudelt, blutbefleckt; Ares, Il. 5, 31 u. öfter; ἄναλκις μᾶλλονμιαιφόνος, Aesch. Prom. 870; μιαιφόνοι γάμοι, Soph. El. 483; Achilleus, Eur. Hec. 24; Σφίγξ, Phoen. 1748, öfter; auch übertr., οὐκ ἔστιν ἄλλη φρὴν μιαιφονωτέρα, Med. 266; Κυψέλου μιαιφονώτερος, Her. 5, 92; dem ἀδικώτερον entsprechend, ibd.; Tim. Locr. 104 e; Xen. u. Folgde; – μιαιφονώτατα, D. C. 79, 3.

Greek (Liddell-Scott)

μιαιφόνος: -ον, ὁ φόνοις μιαινόμενος, αἱμοχαρής, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, Ε. 31, 355, 844, κτλ.· ἐντεῦθεν, μεμιασμένος αἵματι, ἔνοχος αἵματος, Τραγ.· πρβλ. μίασμα· μετὰ γεν., τέκνων μιαιφόνε, μεμιασμένη διὰ τοῦ αἵματος τῶν τέκνων σου, Εὐρ. Μήδ. 1346. - Συγκρ. -ώτερος Ἡρόδ. 5. 92, 1, Εὐρ. Μήδ. 266· ὑπερθετ. -ώτατος, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 881. Ἐπίρρ. -ως, Μέμν. ἐν Φωτ. Βιβλ. 222· ὑπερθετ. -ώτατα, Δίων Κ. 79. 3.