orden
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
Spanish > Greek
ἀγγελία, ἀκολουθία, ἀνάταξις, ἀνωγή, ἀποστολή, ἀπόστολος, ἁρμονία, βάσις, γραμματεῖον, γυμνασία, διάγγελμα, διάθεσις, διακέλευμα, διακέλευσις, διακόσμησις, διάκοσμος, διαστολή, διαταγή, διάταγμα, διαταγμός, διάταξις, δικαίωμα, διόρθωσις, ἐγκέλευσις, ἐγκέλευσμα, ἔκταξις, ἔνταλμα, ἐνταλτήριον, ἐντολή, ἐντόλιον