τράχηλος
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, Dor. τράχᾱλος IG42(1).122.3, al. (Epid., iv B. C.): heterocl. pl.
A τράχηλα Call.Fr.98 (= Iamb.1.147):—neck, throat, Hdt.2.40, Hp.Aph.4.35, E.Cyc.608 (lyr.), Sor.1.84, Gal.6.151, etc.; distd. fr. αὐχήν by Pl.Phdr.253e (τράχηλος being, acc. to Gp.19.2.3, the whole neck and throat, αὐχήν the back part of the neck in human beings, the upper part in animals; this difference is observed in Sor.Fasc.37 (cf. αὐχήν in 38,39,40,41), Adam.2.21; but αὐχήν in Hp.Prog.23 is glossed τράχηλος by Gal.18(2).264, cf. Ruf. Onom.66, Poll.2.130; in LXX, NT, and Pap. τ. is more freq. than αὐχήν) ; τ. σώματος χωρὶς τεμών E.Ba.241, cf. Supp.716; ἀποτεμεῖν, ἀποκόψαι, Plu.Art.29, Flam.18, etc.; βρόχον δ' ἐνίαλλε τραχήλῳ Theoc.23.51; ἐς τ. πεσεῖν break one's neck, E.Tr.755; ἐπὶ τ. ὠθεῖν τινα thrust head-foremost, Luc.DMort.27.1, Merc.Cond.39; εἰς τ. Poll.2.135; ἐπιπεσεῖν ἐπὶ τὸν τ. τινός LXX Ge.46.29, Ev.Luc.15.20; ἐν βρόχῳ τὸν τ. ἔχων νομοθετεῖ with a halter round his neck, D.24.139; ἔδει σε ἐν τῷ σῷ τ. ἐμπαίζειν at the risk of your own neck, PTeb.758.2 (ii B. C.). 2 neck of animals, of the horse, X.Eq.1.8; the hare, Id.Cyn.5.30; the camel, Plu.2.1125b, BGU469.6 (ii A. D.); the neck as a joint of meat, Plu.Demetr. 11; of a fowl, Gal.6.788. II of parts resembling the neck, e. g. upper part of the murex, Eub.66, Posidipp.14, cf. Arist.HA547a16, Ath.3.87f; in the κάραβος the narrow part of the abdomen, Arist. HA 526a3; the neck of the grasshopper, ib.556a2. 2 neck of a vessel, BCH35.286 (Delos), Hero Spir.1.19, al.; of a gourd, Arist.HA616a23; of parts of the body, τ. μήτρας Hp.Mul.2.169, Poll.2.222; ὑστέρας Sor.1.7; κύστεως ibid., Gal.UP14.9, Poll.2.171; καρδίας Placit.4.5.8. 3 middle part of a mast, Asclep.Myrl. ap. Ath.11.475a.
German (Pape)
[Seite 1135] ὁ, 1) der Hals, der Nacken; τράχηλον σώματος χωρὶς τεμών, Eur. Bacch. 241, u. öfter; Her. 2, 40; Plat. Tim. 75 d u. Folgde; Callim. fr. 98 hat einen heterogenen plur. τὰ τράχηλα, der sing. τὸ τράχηλον findet sich nur bei Gramm. – 2) der oberste, vorderste Theil der Purpurschnecke, Phot. κηρύκων, Ath. III, 87 d aus Posidipp. – 3) der mittlere Theil des Mastes, Ath. XI, 474 s.
Greek (Liddell-Scott)
τράχηλος: [ᾰ], ὁ· ἑτεροκλ. πληθ. τράχηλα Καλλ. Ἀποσπ. 98· ἀλλὰ τὸ οὐδ. ἑνικ. μόνον παρὰ τοῖς γραμμ.· (ἴδε ἐν τέλ.)· - ὁ τράχηλος, ὁ λαιμός, Ἡρόδ. 2. 40, Ἱππ. Ἀφ. 1250, Εὐρ., κλπ.· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ αὐχένος ὑπὸ Πλάτ. Φαῖδρ. 253Ε· (τράχηλος εἶναι κατὰ τὸ Γεωπ. 19. 2, 3, ὁ αὐχὴν μετὰ τοῦ λαιμοῦ, δηλ. τό τε ὄπισθεν καὶ τὸ πρόσθεν μέρος τοῦ λαιμοῦ, αὐχὴν δὲ μόνον τὸ κατὰ τοὺς σπονδύλους μέρος)· τρ. θερίζειν, σώματος χωρὶς τεμεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 716, Βάκχ. 241· ἀποτέμνειν, ἀποκόπτειν Πλούτ., κλπ.· βρόχον δ’ ἔμβαλλε τραχήλῳ Θεόκρ. 23. 51· λυγρὸν δὲ πήδημ’ ἐς τράχηλον ὑψόθεν πεσὼν ἀνοίκτως πνεῦμ’ ἀπορρήξεις σέθεν Εὐρ. Τρῳ. 755· ἐπὶ τρ. ὠθεῖν τινα Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 1, Ἐπὶ Μισθῷ Συνόντ. 39· οὕτω, εἰς τρ. Πολυδ. Β΄, 135· - παροιμ., ἐν βρόχῳ τὸν τρ. ἔχων ἐνομοθέτει, «μὲ τὸ σχοινίον εἰς τὸν λαιμὸν», Δημ. 744. 7. 2) ὁ αὐχὴν μετὰ τοῦ λαιμου τῶν ζῴων, μάλιστα τοῦ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 1. 8· τοῦ λαγοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 5, 30· τῆς καμήλου, Πλούτ. 2. 1125Β· - ἐπὶ τοῦ λαιμοῦ ὡς μερίδος φαγητοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Δημητρ. 11. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων ὁμοίων πρὸς τὸν τράχηλον, οἷον ὁ τράχηλος τοῦ κογχυλίου τῆς πορφύρας, Εὔβουλ. ἐν «Μυσοῖς» 1, Ποσείδιππ. ἐν «Λοκρίσιν» 1, πρβλ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 15, 10, Ἀθήν. 87F· δὲν εἶναι δὲ φανερὸν τί μέρος τοῦ καράβου εἶναι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 9. 2) λαιμὸς σικύας, «ἀγγουριοῦ», Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 9. 14, 2· τρ. κύστεως, μήτρας Πολυδ. Β΄, 171, 222· ἴσως οὕτω καὶ ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 28, 3. 3) τὸ μεσαῖον μέρος ἱστοῦ, Ἀσκληπ. παρ’ Ἀθην. 474F. (Ὁ Κούρτ. δοξάζει ὅτι τράχηλος δυνατὸν νὰ παράγηται ἐκ τοῦ τρέχω, ὡς ἐκ τῶν ταχειῶν αὐτοῦ κινήσεων, καὶ ὅτι πιθανῶς εἶναι συγγεν. τῷ Λατ. terg um).