ἁλμυρός

From LSJ
Revision as of 10:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλμῠρός Medium diacritics: ἁλμυρός Low diacritics: αλμυρός Capitals: ΑΛΜΥΡΟΣ
Transliteration A: halmyrós Transliteration B: halmyros Transliteration C: almyros Beta Code: a(lmuro/s

English (LSJ)

ά, όν, (ἅλμη)

   A salt, briny, Hom. only in Od., and always in phrase ἁ. ὕδωρ salt sea-water, 4.511, etc.; πόντος Hes.Th.107, Alc.26; θάλασσα Sapph.Supp.25.10; καθ' ἁ. ἅλα Epich.53, E.Tr.76; βένθεα Pi.O.7.57; ποταμός, of the Hellespont, Hdt.7.35.    2 in Prose, of taste, salt, γίνεται τὸ στόμα ἁ. Hp.Acut.(Sp.)44; ὄψα ἀ. X.Cyr.6.2.31, cf. Hp.Vict.1.56; αἷμα Pl.Ti.84a s.v.l.; of drinking-water, brackish, Th.4.26; ofsoil, Thphr. CP6.10.1, LXX Je.17.6; opp. μῶρος (insipid), Com.Adesp.596.    3 metaph., bitter, distasteful, γειτόνημα Alcm.116, cf. Pl.Lg.705a; ἀκοή Phdr.243d; λόγοι Ath.3.121e; ἁλμυρὰ κλαίειν weep bitterly, Theoc.23.34; ἁλμυρὸν καταπτύσαι Cerc.19.37.    b piquant, ἁ. καὶ δριμύ Plu.2.685e.

German (Pape)

[Seite 108] salzig, Hom. achtmal, stets ἁλμυρὸν ὕδωρ Versende, Od. 4, 511. 5, 100, ἐπιπλεῖν ἁλμυρὸν ὕδωρ 9, 227. 470, θαλάσσης ἁλμ υρὸν ὕδωρ 12, 236. 240. 431. 15, 294; – Thuc. 4, 26; ἁλμυρὸς πόντος Hes. Th. 107. 964; Pind. nennt das Meer ἁλμ υρὰ βένθεα Ol. 7, 57, Eur. ἁλμυρὸν πόντου βάθος Troad. 1; öfter bei Dichtern; ἁλμυρὰ ὄψα Xen. Cyr. 6, 2, 31; δολερὸς καὶ άλμ. ποταμός Her. 7, 35 der Hellespont; übertr. bitter, unerfreulich, ἀκοή Plat. Phaedr. 243 d; neben πικρὸν γειτόνημα Legg. IV, 705 a; κάλλος ἁλμ. καὶ δριμύ, pikant, Plut. Symp. 5, 10, 4; ἁλμυρὰ κλαίειν, bitterlich, Theocr. 23, 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλμυρός: -ά, -όν, (ἅλμη) ὡς καὶ νῦν «ἁρμυρός», Ὅμ. μόνον ἐν Ὀδ. καὶ ἀείποτε ἐν τῇ φράσει ἁλμυρὸν ὕδωρ, τὸ ἁλμυρὸν ὕδωρ τῆς θαλάσσης, Δ. 511, κτλ., ἁλμ. πόντος, Ἡσ. Θ. 107˙ καθ’ ἁλμ. ἅλα, Ἐπιχ. 26, Ahr. Εὐρ. Τρῳ. 76˙ ἁλμ. βένθεα, Πινδ. Ο. 7. 105˙ ἁλμ. ποταμός, ἐπὶ τοῦ Ἑλλησπόντου, Ἡρόδ. 7. 35. 2) παρὰ τοῖς πεζοῖς, Ἀττ. ἐπὶ γεύσεως, ἁλμυρὸς τὴν γεῦσιν, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 31˙ αἷμα, Πλάτ. Τίμ. 84Α˙ ἐπὶ ὕδατος ποσίμου, σημαίνει τὸ ὑφάλμυρον, «γλιφόν», Θουκ. 4. 26˙ ἐπὶ ἐδάφους, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 10, 1˙ ἀντιτίθεται τῷ μωρός, ἀνούσιος, ἀνάλατος, Κωμ. Ἀνων. 220. 3) μεταφ., πικρός, δυσάρεστος, ἀπεχθής, ὡς τὸ Λατ. amarus: ἀκοή, γειτόνημα, Πλάτ. Φαῖδρ. 243D, Νόμ. 705A, Ἀλκμ. 116, πρβλ. Ἀθήν. 121E˙ ἁλμυρὰ κλαίειν, κλαίειν πικρῶς, Θεόκρ. 23. 34. β) δριμύς, «τσουχτερός», Πλούτ. 2. 685Ε.