ἀμαυρόω

From LSJ
Revision as of 10:50, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμαυρόω Medium diacritics: ἀμαυρόω Low diacritics: αμαυρόω Capitals: ΑΜΑΥΡΟΩ
Transliteration A: amauróō Transliteration B: amauroō Transliteration C: amavroo Beta Code: a)mauro/w

English (LSJ)

Sol. and X., v.infr.: fut.

   A -ώσω Simon.4.5: aor. ἀμαύρωσα Pi.P.12.13, ἠμαύρωσα AP9.24, Plb.6.15.7, etc.: pf. ἠμαύρωκα Str.8.1.1:—Med., aor. opt. ἀμαυρώσαιτο Aristaenet.1.16:—Pass., Philist. ap.Phot.p.88R.: pf. ἠμαύρωμαι Plu.Per.11: aor. ἀμαυρώθην (without augm.) Hdt.9.10:—make dim, faint, or obscure, ἡ σελήνη ἀ. τὰ ἴχνη X.Cyn.5.4; ἄστρα ἠμαύρωσε ἥλιος AP9.24 (Leon.):—Pass., become dark or dim, ὁ ἥλιος ἀμαυρώθη Hdt.l.c.; ὄμμα-ούμενον Hp.Prorrh. 1.46; φορτί' ἀμαυρωθείη perished utterly, Hes. Op.693; τὸ θερμὸν μικρὸν ὂν ἐν μεγάλοις ἀ. Arist. PA667a19.    2 render invisible, PMag. Berol.1.102.    3 blind, ὄμματα Tab.Defix.Aud.241.13 (Carthage, ii/iii A.D.), etc.    II metaph. in same sense, εὐνομία . . ὕβριν ἀ. Sol.4.35; ἐντάφιον . . οὔτ' εὐρὼς οὔτ' . . ἀμαυρώσει χρόνος Simon.4.5, cf. Call.Iamb.1.429; χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα S.Fr.954, cf. Str. l. c.; τίς ἄρα σὰν . . ἀμαυροῖ ζόαν; E.Hipp.816; πολλοί γε . . τῷ θράσει τὰς συμφορὰς ζητοῦσ' ἀμαυροῦν Id.Fr.416; ἀ. δόξαν Plb.20.4.3; τὰς ἄλλας κακίας Plu.Crass.2; οἶκον -ώσας ὤλετο IG12(7).107 (Amorgos); deface a tomb, ib.12(9).1129.22 (Chalcis):—weaken, impair, πόνος πόνον ἀ. Hp.Aph.2.46, cf. Aër.23, Aret.CD2.6; ἡ νεαρὴ [τροφὴ] ἠμαύρωσε τὴν παλαιήν ib.13:—Pass., Thphr.HP9.14.3; ἡ ἡδονὴ -οῦται Arist.EN1175a10; ἠμαυρωμένος τὸ ἀξίωμα, τῇ δόξῃ, Plu.Per.11, Cor. 31; to be dazzled, περὶ τὸν χρυσόν Onos.1.8.

German (Pape)

[Seite 117] (vgl. μαυρόω), dunkel machen, blenden, τὰς ὄψεις ἀμαυρωθείς, geblendet, ἄστρα, verdunkeln, Leon. Tar. 49 (IX, 24); ὁ ἥλιος ἀμαυρώθη, die Sonne wurde verfinstert, Her. 9. 10; σελάνα ἀμαυρωθεῖσα Antp. Sd. 99 (VII, 241); unscheinbar machen, ἴχνη Xen. Cyn. 5, 4. Allgemeiner: verderben, φορτία ἀμαυρωθείη Hes. O. 691; τίς σὴν ἀμαυροῖ ζωάν Eur. Hipp. 816; ἡ ἡδονὴ ἀμαυροῦται, das Vergnügen wird geschwächt, Arist. Eth. N. 10, 4, 9; ἀμαυροῦται τὸ λεχθέν Luc. Dom. 16; Polyb. 6, 15 verb. ἀμ. καὶ ταπεινοῦν, heruntersetzen: δόξαν 20, 4; ἀμαυρώσων τοὺς ἄλλους στρατηγούς, um zu verdunkeln, Plut. Alc. 6; pass. ἀμα υροῦμαι τῇ δόξῃ, τὸ αξίωμα, mein Ansehen wird geschwächt, Coriol. 31 Pericl. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαυρόω: [ᾰμ], Σόλων, Ἀττ. (οὐδεὶς ἄλλος χρόνος ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ)· πρβλ. μαυρόω: μέλλ. -ώσω, Σιμων.: ἀόρ. ἠμαύρωσα, Ἀνθ. Π. 9. 24, Πολύβ., κτλ.: πρκμ. ἠμαύρωκα, Στράβ. 332: ― Μέσ., ἀόρ. εὐκτ. ἀμαυρώσαιτο, Ἀρισταίν. 1. 16: ― Παθ., πρκμ. ἠμαύρωμαι, Πλούτ.: ἀόρ. ἀμαυρώθην (ἄνευ αὐξ.) Ἡρόδ. Καθιστῶ ἀμαυρόν, (ὃ ἴδε) καθιστῶ σκοτεινόν, ἀμυδρόν, ἀσαφές, ἡ σελήνη ἀμαυροῖ (τὰ ἴχνη) Ξεν. Κυν. 5, 4: ― Παθ., καθίσταμαι σκοτεινὸς ἢ ἀμυδρός, ὁ ἥλιος ἀμαυρώθη, Ἡρόδ. 9. 10· φορτί’ ἀμαυρωθείη, ἐξαφανισθῶσι, καταστραφῶσι, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 691· τὸ θερμὸν μικρὸν ὂν μεγάλοις ἀμ., Ἀριστ. Ἀναλ. Πρ. 3. 4, 28, πρβλ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 9, κτλ.: ― πρβλ. ἀφανίζω. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας: εὐνομία... ὕβριν ἀμ., Σόλων 4. 35· ἐντάφιον... οὔτ’ εὐρὼς οὔθ’... ἀμαυρώσει χρόνος, Σιμωνίδ. 4. 5· χρόνος δ’ ἀμαυροῖ πάντα, Σοφ. Ἀποσπ. 685· τίς ἄρα σὰν... ἀμαυροῖ ζόαν; Εὐρ. Ἱππ. 816· πολλοί γε... τῷ θράσει τὰς συμφορὰς ζητοῦσ’ ἀμαυροῦν ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 420· ἀμ. δόξαν Πολύβ. 20. 4, 3· τὰς ἄλλας κακίας, Πλουτ. Κράσσ. 2: ― ἐξαδυνατίζω, ἀμβλύνω, ἐλαττῶ, μειῶ, ἐξαλείφω, πόνος πόνον ἀμ., Ἱππ. Ἀφ. 1246· πρβλ. περὶ Ἀέρ. 294· ἀμ. ἡδονὴν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 9· ὀργήν, ἔρωτα, Πλούτ., κτλ.: ― Παθ., ἀμαυροῦσθαι τὸ ἀξίωμα, τῇ δόξῃ, Πλουτ. Περ. 11, Κορ. 31.