μάγειρος

From LSJ
Revision as of 10:06, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος → it is better to be envied than pitied | to be envied is a nobler fate than to be pitied (Pindar, Pythian 1.85)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγειρος Medium diacritics: μάγειρος Low diacritics: μάγειρος Capitals: ΜΑΓΕΙΡΟΣ
Transliteration A: mágeiros Transliteration B: mageiros Transliteration C: mageiros Beta Code: ma/geiros

English (LSJ)

ὁ, Dor. μάγῑρος IG42(1).144 (Epid., v B.C.), SIG241.16 (Delph., iv B.C.), IG9(1).976.7 (Corc., iv/iii B. C.); but Att. μάγειρος ib.22.10B2 (v/iv B.C.), and so in Pap. of iii B.C., PCair.Zen.6.48, al., PRev.Laws50.14, both forms freq. in later Inscrr., Pap., and codd.; Aeol.

διὰ τοῦ ῑ μάγοιρος (s. v. l.) Philox. ap. Et.Gud. in Greg.Cor.p.606 S.:—

   A slaughterer, butcher (meat-salesman), and cook (these functions being freq. combined in one person), Pl.Euthd.301d, Lg.849d, Babr.51.8, al., Ath.14.659csq., Plu.2.175d, D.Chr.4.44, Max.Tyr.25.2: hence, Ἅιδου μ., of Polyphemus, E.Cyc.397; public cook, παρὰ τῶν μαγείρων, opp. π. τῶν ἰδιωτῶν, Ph.Bel.86.38, cf. Alex.257, Men.272, Sam. 68; butcher, meat-salesman, Alex.98.23, Machoap.Ath.6.243f, Aesop. 301; λόγος μαγείρου butcher's bill, POxy.108v (ii/iii A.D.), cf. PRyl. 228 intr. (i A. D.); μ. ὁ κατ' οἶκον, οἱ ἐν ἀγορᾷ μ., Artem.3.56, cf. Arr.Epict.3.19.5, 3.26.21, PFlor.166 (iii A. D.); περὶ μαγείρου τοῦ ἀποδράντος PSI4.329 (iii B. C.); officiating at sacrifices, Athenio 1.40; μ. τὸ γ IG5(1).97.26 (i A.D.); acting as waiter, Matro Conv.11,46, al.; not in Hom., but mentioned in Batr.40, Hdt.4.71,6.60, S.Fr. [1122], Ar.Ra.517, al., freq. in Com.; opp. ὀψοποιός, Dionys.Com. 2.9; but = ὀψοποιός, Alex.149.14; ὅσον μαγείρου διαφέρει μάγειρος οὐκ οἶσθ' Nicom.Com.1.6; μάγειρος cook for fish and meat, opp. οἰνοχόος and σιτοποιός (baker), Ph.1.390 (pl.).

German (Pape)

[Seite 79] ὁ (μάσσω), ursprünglich der Knetende, Brotbackende, das älteste Geschäft des μάγειρος war nämlich das Brotbacken, vgl. Plin. H. N. 18, 28; übh. Koch, Ar. Equ. 416; neben ὀψοποιός, Plat. Rep. II, 373 c; von dem er als der höhere unterschieden wird, Ath. IX, 405 a. Aber auch Schlächter, wie es scheint, τοῦ μαγείρου – ὀστῶδες σφόδρα αὐτῷ τι προσκόπτοντος ἀπὸ τύχης κρέας, Macho bei Ath. VI, 243 f, womit Plat. Euthyd. 301 d zu vgl., προσήκει τὸν μάγειρον κατακόπτειν καὶ ἐκδείρειν. – Die Alten leiten es von τὰς μάζας μερίζειν od. τὰς μαγίδας αἴρειν ab.

Greek (Liddell-Scott)

μάγειρος: [ᾰ], ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ «μάγειρας», οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ., Βατραχομ. 40, Ἡρόδ. 4. 71, 6. 60, Σοφ. Ἀποσπ. 601, Ἀριστοφ. Βάτρ. 517, κτλ. ΙΙ. κρεουργός, ὁ σφάζων τὰ πρὸς τροφὴν ζῷα καὶ διαμελίζων αὐτά, διότι ἐν ἀρχῇ ὁ μάγειρος ἦτο ἅμα καὶ κρεουργὸς ἢ κρεοπώλης (προσήκει τὸν μ. κατακόπτειν καὶ ἐκδέρειν Πλάτ. Εὐθύδ. 301D), οὕτω δὲ καὶ ὁ Κύκλωψ καλεῖται Ἅιδου μ., ὡς ἔχων ἀμφοτέρας τὰς ἰδιότητας, δηλ. τοῦ σφαγέως καὶ μαγείρου, Εὐρ. Κύκλ. 397· πρβλ. Μάχωνα παρ’ Ἀθην. 243F, Πλούτ. 2. 175D. (Ἐκ τῆς √ΜΑΓ, μάσσω, (ὃ ἴδε), διότι τὸ ἀρτοποιεῖν παρὰ τοῖς ἀρχαίοις ἦν ἔργον τοῦ μαγείρου, πρβλ. Πλίν. 18. 28, καὶ ἴδε ὀψοποιός.).