ζῳοτύπος
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A modelling animals from life, Nonn.D.5.527, Man. 4.343: generally, modelling to the life, of a sculptor, AP15.1.
German (Pape)
[Seite 1144] Thiere abformend, abbildend, Nonn. D. 5, 527.
Greek Monolingual
ζῳοτύπος, -ον (Α)
1. αυτός που πλάθει, που απεικονίζει έμψυχα όντα κατ' απομίμηση της φύσεως, αυτός που δημιουργεί εικόνες ζώων (για γλύπτη)
2. (για ποιητή) αυτός που περιγράφει κάτι ζωηρά και πιστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1. από ζω(ο)- (ΙΙ), ενώ με τη σημ. 2. < ζω(ο)- (Ι) + -τυπος (< τύπος), πρβλ. αρχέ-τυπος, ζηλό-τυπος].