ἁρμοστής
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who arranges or governs, esp. harmost, governor sent out by the Lacedaemonians to the περίοικοι and subject cities, Th.8.5, X.HG2.4.28, etc.; governor of a dependent colony, Id.An.5.5.19. 2 title of officials at Thessalonica, IG11(4).1053 (iii B.C.). 3 = triumvir, App.BC4.7; = praefectus, Luc.Tox.17,32. 4 betrothed husband, Poll.3.35.
German (Pape)
[Seite 356] ὁ, der Ordner, Verwalter; so hießen bes. die Statthalter, welche die Lacedämonier in eroberten Städten einzusetzen pflegten, Thuc. 8, 5; Xen. Hell. 1, 1, 23 u. öfter, wie Folgde; übh. Statthalter, z. B. in einer Kolonie, Xen. An. 5, 5, 19 u. Sp. Nach Poll. auch schlechter Ausdruck für μνηστήρ. Vgl. ἁρμόζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμοστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἁρμόζων, διατάττων ἤ κυβερνῶν, κυρίως δὲ ἁρμοστὴς ἐλέγετο ὁ ἀποστελλόμενος ἐκ Σπάρτης διοικητὴς ὅπως διοικήσῃ νῆσον ἤ πόλιν ὑπήκοον αὐτῇ, Θουκ. 8, 5, Ξεν. Ἑλλ. 2, 4, 28, κτλ.· πρβλ. Ἐρμάννου Πολ. Ἀρχ. § 39, καὶ λεξ. Ἀρχαιολογ.: ὁ διοικητὴς ἀποικίας ἀπεσταλμένος ἐκ τῆς μητροπόλεως, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 19: - Ἐν Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 7, κεῖται πρὸς ἔκφρασιν τοῦ Ρωμαïκοῦ Triumvir, τριάρχης, καὶ ἐν Λουκ. Τοξ. 17 καὶ 32 τὸ Praefecti. 2) μνηστήρ, «ὅθεν τινὲς τῶν παλαιῶν καὶ ἁρμοστὴν τὸν μνηστῆρα ἐκάλεσαν» Πολυδ. Γ΄, 34.