χρηστήριον

From LSJ
Revision as of 09:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρηστήριον Medium diacritics: χρηστήριον Low diacritics: χρηστήριον Capitals: ΧΡΗΣΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: chrēstḗrion Transliteration B: chrēstērion Transliteration C: christirion Beta Code: xrhsth/rion

English (LSJ)

τό,

   A an oracle, i. e.,    I the seat of an oracle, such as Delphi, h.Ap.81,214, Hes.Fr.134.6, Hdt.1.47, al., E.Med.667, etc.; τὸ ἐν Δελφοῖσι χ. Hdt.1.13, cf. X.Cyr.7.2.15; χρᾶσθαι χρηστηρίοισι Hdt.1.47,53, al.: distd. fr. the νηός, Id.6.19: sts. in pl. for sg., A.Th.748, Eu.194.    2 oracular response, Hdt.1.63,69, al., Th. 1.25, 2.54: pl., A.Ag.964, S.OC604, 1331, E.Ion532 (troch.).    II an offering for the oracle, made by those consulting it: generally, sacrificial victim, χ. θέσθαι Pi.O.6.70; χ. παρέχειν IG22.1126.33; χρηστήρια θεοῖσιν ἔρδειν A.Th.230, cf. Supp.450; χ. πέπτωκε E.Ion 419: metaph., victim, sacrifice, σφάγια . . κείνου χρηστήρια τἀνδρός S.Aj.220 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1375] τό, 1) das Orakel; – a) der Ort, der Tempel, wo Orakel ertheilt werden, der Orakelsitz; H. h. Apoll. 81. 214 u. sonst; Hes. frg. 39, 6; Her. τὸ ἐν Δελφοῖς, 1, 13 u. öfter; Aesch. Eum. 185 Spt. 730; Soph. O. C. 610; Eur. Med. 667 u. öfter. – b) die vom Orakel ertheilte Antwort, der Orakelspruch; Her. 1, 63. 69 u. öfter; χρηστήριον ἐλήλυθεν 8, 114; Eur. Ion 532. – . 2) die Opfergaben für die Orakel, welche die das Orakel Befragenden darbrachten, bes. das geschlachtete Opferthier; Aesch. ἀνδρῶν τάδ' ἐστί, σφάγια καὶ χρηστήρια θεοῖσιν ἔρδειν, Spt. 212, wie Suppl. 445, übh. Schlachtopfer, Soph. Ai. 220.

Greek (Liddell-Scott)

χρηστήριον: τό, μαντεῖον, δηλ. 1) ἕδρα μαντείου, οἷον οἱ Δελφοί, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Απόλλ. 81, 214, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 6, 48, Ἡρόδ. 1. 47, κ. ἀλλ. Εὐρ. Μήδ. 667, κτλ.· τὸ ἐν Δελφοῖς χρ. Ἡρόδ. 1. 13, Ξεν. Κύρου Παιδ. 7. 2, 15· χρέεσθαι χρηστηρίοισι Ἡρόδ. 1. 47, 53, 157, κ. ἀλλ.· - ἐνίοτε διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ναός, ὅτε σημαίνεται ὁ σηκὸς ἢ τὸ ἁγιώτατον μέρος αὐτοῦ, Schweidh. Ἡρόδ. 6. 19· - συχν. ἐν τῷ πληθ. ἀντὶ ἑνικοῦ, Αἰσχύλ. Θήβ. 748, Εὐμεν. 194. 2) ἀπόκρισις μαντείου, χρησμός, Ἡρόδ. 1. 63. 69, κ. ἀλλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 964 (ἔνθα τὸ δόμοισι συναπτέον τῷ προὐνεχθέντος), Σοφ. Ο. Κ. 604, 1331, Εὐρ. Ἴων 532, Θουκ. 1. 25., 2. 54. ΙΙ. προσφορὰ ἢ δῶρον πρὸς τὸ μαντεῖον παρὰ τῶν συμβουλευομένων αὐτό· καθόλου, θυσία, θῦμα, χρ. θέσθαι Πινδ. Ο. 6. 119· χρηστήρια θεοῖσιν ἔρδειν Αἰσχύλ. Θήβ. 230, πρβλ. Ἱκ. 450· πέπτωκε Εὐρ. Ἴων 419· - καὶ με αφ., θῦμα (ὡς καὶ ἡμεῖς λέγομεν «ὁ ἄνθρωπος ἔγειν θῦμα τοῦ ...») Σοφ. Αἴ. 220, ἔνθα ἴδε Λοβέκ.· πρβλ. Valck. εἰς Ἀμμώνιον 235.