ἀναπλέω

From LSJ
Revision as of 10:01, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπλέω Medium diacritics: ἀναπλέω Low diacritics: αναπλέω Capitals: ΑΝΑΠΛΕΩ
Transliteration A: anapléō Transliteration B: anapleō Transliteration C: anapleo Beta Code: a)naple/w

English (LSJ)

Ion. ἀνα-πλώω, Ep. ἀνα-πλείω (q.v.),

   A sail upwards, go up-stream, στεινωπὸν ἀνεπλέομεν we sailed up the strait, Od.12.234, cf. Hdt.2.97, 4.89; sail up the Hellespont, X.HG4.8.36:—Pass., ἀναπλεῖται ἐκ θαλάττης ὁ Πάδος Plb.2.16.10.    2 put out to sea, ἐς Τροίην νήεσσιν ἀναπλεύσεσθαι Il.11.22, cf. And.1.76, Decr. ap. D.18.184; ἀ. ἐπὶ τρόπαιον IG2.471.28.    3 float up, rise to the surface, ναυάγιον ἀ. Arist.Pr.932a1.    4 overflow, Ael.NA10.19.    II sail back, Hdt.1.78; of fish, swim back, Id.2.93.    2 metaph. of food, return from the stomach, for rumination, Ael.NA2.54.    III become loose, split off, of bone-splinters, Hp.Fract.24; ὀδόντες ἀναπλέουσι the teeth fall out, Id.Epid.4.19, cf. ἀναπλείω; of chalk-stones, come away, Orib.Syn.9.58.2.

German (Pape)

[Seite 202] (s. πλέω), 1) aufwärts schiffen, στεινωπόν, die Meerenge hinausfahren, Od. 12, 234; stroman schiffen, fahren, ἀπὸ θαλάττης εἰς Νεῖλον Thuc. 1, 104; pass., ὁ ποταμὸς ἐκ θαλάττης ἀναπλεῖται Pol. 2, 16, 10, der Fluß wird vom Meere aufwärts befahren; vgl. D. Hal. 3, 44; allgem., auf die hohe See fahren, absegeln, öfter Pol., wie ἀνάγεσθαι; von dem Zuge der Griechen nach Troja Hom. Iliad. 11, 22, s. Lehrs Aristarch. p. 119. – 2) zurücksegeln, Xen. Hell. 4, 8, 36; Dem. 32, 19; Pol. 5. 102. – 3) ὀδόντες ἀναπλέουσι, die Zähne fallen aus, Hippocr.; Nic. Th. 308.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπλέω: Ἰων. -πλώω, Ἐπ. -πλείω: μέλλ. -πλεύσομαι: (ἴδε πλέω). Πλέω πρὸς τὰ ἄνω, ἀνέρχομαι τὸ ῥεῦμα, πλέω ἐναντίον τοῦ ῥεύματος, στεινωπὸν ἀνεπλέομεν Ὀδ. Μ. 234, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 97., 4. 89: - Παθ., ἀναπλεῖται ἐκ τῇς θαλάττης ὁ ποταμὸς Πολύβ. 2. 16, 10. 2) μεταβαίνω διὰ θαλάσσης εἰς τόπον τινά, ἐς Τροίην νήεσσιν ἀναπλεύσεσθαι ἔμελλον Ἰλ. Λ. 22, πρβλ. Ἀνδοκ. 10. 28, Δημ. 290. 2. 3) ἐπιπλέω, ἀνέρχομαι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ναυάγιον ἀν Ἀριστ. Προβλ. 23, 5, 1. 4) ὑπερχειλίζω, πλημμυρῶ, Ἰακωψ. Αἰλ. π. Ζ. 10. 19. ΙΙ. πλέω ὀπίσω διὰ τῆς αὐτῆς ὁδοῦ, ἐπανέρχομαι διὰ θαλάσσης, Ἡρόδ. 1. 78. Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 36: - ὡσαύτως ἐπὶ τῶν ἰχθύων, ἐπανέρχομαι, Ἡρόδ. 2. 93. 2) μεταφ., ἐπὶ τροφῆς, ἀνερχομένης ἐκ τοῦ στομάχου πρὸς ἀναμάσησιν, ἐπὶ μηρυκωμένων ζῴων, Αἰλ. π. Ζ. 2. 54. ΙΙΙ. ὀδόντες ἀναπλέουσι, πίπτουσιν, Ἱππ. 1125G., Νικ. Θ. 308· πρβλ. ἀνάπλευσις.