ἐπιλείπω

From LSJ
Revision as of 10:46, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλείπω Medium diacritics: ἐπιλείπω Low diacritics: επιλείπω Capitals: ΕΠΙΛΕΙΠΩ
Transliteration A: epileípō Transliteration B: epileipō Transliteration C: epileipo Beta Code: e)pilei/pw

English (LSJ)

   A leave behind, ἐπὶ δὲ πλεῖον ἐλέλειπτο Od.8.475, cf. X.An. 1.8.18 codd.:—Med., leave behind, of gleanings, v.l. in LXX Ob.1.5:— Pass., c.gen., fall short of, παντὸς ἀριθμοῦ Pl.Epin.978b: c. dat., τῇ δυνάμει, τῇ οὐσίᾳ, Arist.Ath.20.2, 27.4.    2. leave untouched, ὡς οὔτ' ἂν τῶν ἐμῶν ἐπιλίποιμι οὐδὲν οὔτε τῶν φίλων Pl.Prt.310e: c.part., μυρία ἐ. λέγων Id.Phlb.26b, cf. 52d.    II. of things, fail one, c.acc. pers., ἥβην... ἥ μ' ἐπιλείπει Thgn.1131; ὕδωρ [μιν] ἐπέλιπε Hdt.7.21, cf. 2.174; so τῶν ὄμβρων ἐπιλιπόντων αὐτούς (sc. τοὺς ποταμούς) Id.2.25; γλαῦκες ὑμᾶς οὔποτ' ἐπιλείψουσι Ar.Av.1106; ἐπειδὰν αὐτοὺς ἐπιλίπωσιν ἐλπίδες Th.5.103: c.inf., [ὁ νόμος] ἐμοὶ μόνῳ ἐπέλιπε μὴ ὠφελῆσαι Antipho 5.17; ἐπιλίποι ἂν ἡμᾶς ὁ χρόνος time would fail me, Isoc.1.11, cf. Lys.12.1, Ep.Hebr.11.32; τὸ ὕδωρ ἡμᾶς ἐ. Isoc.15.320; ἐπιλείψει με λέγονθ' ἡ ἡμέρα D.18.296: later, c.dat., Plu.Cic.42, Ael.NA8.17.    2. Hdt., freq. of rivers, ἐ. τὸ ῥέεθρον leave their stream unfilled, run dry, Hdt.7.43, 58, al.; without ῥέεθρον, fail, run dry, ib. 127; τὰς κρήνας καὶ τὰ φρέατ' ἐπιλείπειν πέφυκεν D.14.30.    3. generally, fail, be wanting, ἵνα μὴ ἐπιλίπῃ κατεσθιόμενα Hdt.3.108; σῖτος ἐπιλιπών a deficiency of it, Th.3.20 codd.; τὰ ἐπιτήδεια ἐ. X.An.4.7.1; ὥστε τὸν λόγον μηδέποτε ἐ. Pl.Prt.334e; opp. περιγίγνεσθαι, Ar.Pl. 554: c.gen., fall short, σπουδῆς οὐθὲν ἐ. Michel 332.9 (Odessus).

German (Pape)

[Seite 957] ausgehen, mangeln, bes. im aor., fehlen, bes. von Vorräthen wie Lebensmitteln; περιγίγνεσθαι δ' αὐτῷ μηδέν, μἡ μέντοι μηδ' ἐπιλείπειν Ar. Plut. 554; ἵνα μὴ ἐπιλίπῃ κατεσθιόμενα Her. 3, 108; τῷ σίτῳ ἐπιλιπόντι, durch Getreidemangel, πιέζεσθαι, Thuc. 3, 20; τῆς τροφῆς ἐπιλελοιπυίας Plat. Polit. 274 c; ὥςτε τὸν λόγον μηδέποτε ἐκλιπεῖν Prot. 334 e; τὰ ἐπιτήδεια ἐπέλιπε Xen. An. 4, 7, 1 u. öfter; ἐπιλείπει τὰ φρέατα, die Brunnen versiegen, Dem. 14, 30; vgl. Her. 7, 48; auch mit dem acc. der Person, ὕδωρ μιν ἐπέλιπε, es gebrach ihm an Wasser, 7, 21; τὸ δὲ στράτευμασῖτος ἐπέλιπε, der Mundvorrath war dem Heere ausgegangen, Xen. An 1, 5, 6; vgl. γλαῦκες ὑμᾶς οὔποτ' ἐπιλείψουσι Ar. Av. 1106; kom. τοὺς πρεσβύτας ἐπιλείψει τὸ πέος Eccl. 620; ἐπειδὰν αὐτοὺς ἐπιλίπωσιν αἱ ἐλπίδες Thuc. 5, 103; κινδυνεύει ἡ τοῦ Εὐθύφρονός με μοῦσα ἐπιλελοιπέναι Plat. Prot. 409 d; ἐπιλείπει με ὁ χρόνος, ἡ ἡμέρα, es gebricht mir an Zeit, der Tag geht mir darüber aus, Lys. 12, 1 Isocr. 1, 11 Dem. 18, 296, u. oft bei Rednern; Sp. auch mit dem dat., wie Plut. ταῖς ἐῤῥωμενεστάταις φύσεσιν ἐπιλείπει τὸ θαῤῥεῖν Cic. 42; Ael. H. A. 8, 17. – Trans., verlassen, ὁ Σκάμανδρος ἐπέλιπε τὸ ῥέεθρον, verließ sein Bette, d. i. trocknete aus, Her. 7, 43; οὐδὲν τῶν ἐμῶν, ich lasse es von meiner Seite an Nichts fehlen, Plat. Prot. 310 e; μ υρία ἐπιλείπω λέγων Phil. 26 b; μηδὲν ἐλέγχων ἡδονῆς τε καὶ ἐπιστήμης 52 d, ich unterlasse zu prüfen; pass., ἡ φορὰ ἐπιλέλειπται παντὸς ἀριθμοῦ Plat. Epin. 978 a; – τὸ ἐπιλειπόμενον τῆς φάλαγγος, der zurückbleibende Theil, Xen. An. 1, 8, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλείπω: ἀφίνω, ἐπὶ δὲ πλεῖον ἐλέλειπτο, ἐπελέλειπτο δὲ πλεῖον, «τὸ δὲ πλεῖον αὐτῷ λείπεται καθὰ καὶ ἔδει» (Εὐστ.), Ὀδ. Θ. 475, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 8. 18. ― Παθ. μετὰ γεν., ὑπολείπομαι, ἐπιλέλειπται παντὸς ἀριθμοῦ Πλάτ. Ἐπινομ. 978Α. 2) ἀφίνω τι ἄθικτον, παραλείπω, ὡς οὔτ’ ἂν τῶν ἐμῶν ἐπιλίποιμι οὐδὲν οὔτε τῶν φίλων Πλάτ. Πρωτ. 310Ε· μετὰ μετοχ., καὶ ἄλλα δὲ μυρία ἐπιλείπω λέγων ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 26Β, πρβλ. 52D. ΙΙ. ἐπὶ πράγμ., ἐκλείπω, ἀπολείπω, ὡς τὸ Λατ. deficere, μετ’ αἰτ. προσ., ἀλλ’ ἥβην ἐρατὴν ὀλοφύρομαι, ἥ μ’ ἐπιλείπει, ἥτις μ’ ἀφίνει, Θέογν. 1130· γλαῦκες ὑμᾶς οὔποτ’ ἐπιλείψουσι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1102· ἐπειδὰν αὐτοὺς ἐπιλίπωσιν ἐλπίδες Θουκ. 5. 103, πρβλ. Ἀντιφῶντα 131. 27· ἐπιλείπει με ὁ χρόνος, ὁ καιρὸς μοῦ λείπει, δὲν ἀρκεῖ, Λατ. dies me deficit, Ἰσοκρ. 4Α, πρβλ. 345C· ἐπιλείψει με λέγοντα ἡ ἡμέρα Δημ. 324. 18: ― μεταγεν. μετὰ δοτ., Πλουτ. Κικ. 42, Αἰλ. π. Ζ. 8. 17. 2) παρ’ Ἡροδ. συχνάκις ἐπὶ ποταμῶν, κοῖον δὲ πινόμενόν μιν ὕδωρ οὐκ ἐπέλιπε, πλὴν τῶν μεγάλων ποταμῶν; περὶ τῶν στρατευμάτων τοῦ Ξέρξου ἅπερ ὁπόθεν διήρχοντο ἔπινον ὅλον τὸ ὕδωρ τῶν ῥυάκων καὶ ποταμίων, Ἡρόδ. 7. 21, πρβλ. 2. 174· οὕτω, τῶν ὄμβρων ἐπιλιπόντων αὐτοὺς (δηλ. τοὺς ποταμοὺς) ὁ αὐτ. 2. 25· ἀπικομένου δὲ τοῦ στρατοῦ ἐπὶ τὸν Σκάμανδρον... ἐπέλιπε τὸ ῥέεθρον, οὐδ’ ἀπέχρησε τῇ στρατιῇ τε καὶ τοῖσι κτήνεσι πινόμενος ὁ αὐτ. 7. 43, 58, κτλ.· οὕτω καὶ ἄνευ τῆς λέξεως ῥέεθρον, ξηραίνομαι, ὁ αὐτ. 7. 127· οὕτως, ἐπ. τὰ φρέατα Δημ. 186. 16. 3) ἀκολούθως καθόλου, ἐκλείπω, ἵνα μὴ ἐπιλίπῃ κατεσθιόμεθα Ἡρόδ. 3. 108· σῖτος ἐπιλιπὼν Θουκ. 3. 20· τὰ ἐπιτήδεια ἐπ. Ξεν. Ἀν. 4. 7, 1· ὥστε τὸν λόγον μηδέποτε ἐπ. Πλάτ. Πρωτ. 334Ε· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ περιγίγνεσθαι, Ἀριστοφ. Πλ. 554.