ῥίς

From LSJ
Revision as of 11:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥίς Medium diacritics: ῥίς Low diacritics: ρις Capitals: ΡΙΣ
Transliteration A: rhís Transliteration B: rhis Transliteration C: ris Beta Code: r(i/s

English (LSJ)

ἡ, gen. ῥῑνός, acc. ῥῖνα, pl. ῥῖνες:—

   A nose or snout of men and beasts, Il.5.291, Od.4.445, Hdt.3.154, Ar.Pax 21, Pl.Prt.329d, etc.; ἕλκειν τινὰ τῆς ῥινός lead him by the nose, Luc.Herm.73; ἕλκεσθαι τῆς ῥ. ib.68; μὴ τὴν χολὴν ἐπὶ ῥινὸς ἔχ' εὐθύς Herod.6.37.    2 in pl. nostrils, but freq., like Lat. nares, nose, Il.16.503, Od.5.456, al., Hes.Sc.267, S.Aj.918, Ar.Nu.344, etc.; στόμα τε ῥῖνές τε Il.14.467, cf. 23.395, al., Pl.Ti.79e.    II prob. brow of a hill or projecting spur of land, IG14.352 ii 36, al. (Halaesa).—A later nom. form is ῥίν, Hp.Vict.1.23 (prob. f.l. for ῥῖνες), Aret.CA1.2, Luc.Asin.12; as name of a bandage, Sor.Fasc.11. [ῑ, but ῐ in AP11.418 (Trajan).]

German (Pape)

[Seite 845] ῥινός, ἡ, 1) die Nase; Hom., sowohl von Menschen als von Thieren, z. B. ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῖνα ἑκάστῳ θῆκε, Od. 4, 445; in Prosa überall; τῆς ῥινὸς ἕλκειν, an der Nase herumziehen, Luc. Hermot. 68 Pisc. 12, oft. – 2) im plur. ῥῖνες, die Nasenlöcher, στόμα τε ῥῖνές τε οὔδεϊ πλῆντο, Il. 14, 467; τέλος θανάτοιο κάλυψεν ὀφθαλμοὺς ῥῖνάς τε, 16, 503; θάλασσα δὲ κήκιε πολλὴ ἂν στόμα τε ῥῖνάς τε, Od. 5, 456, u. öfter; Hes. Sc. 267; Soph. φυσῶν τ' ἄνω πρὸς ῥῖνας ἔκ τε φοινίας πληγῆς αἷμα, Ai. 901; Hippocr. hat den ion. gen. ῥινέων; διὰ τῶν ῥινῶν, Plat. Prot. 334 c u. öfter, u. Folgde. – [Nur sp. Dichter haben ι auch kurz gebraucht, vgl. Jacobs A. P. p. 729.]

Greek (Liddell-Scott)

ῥίς: ἡ, γεν. ῥῑνός, αἰτ. ῥῖνα, πληθ. ῥῖνες, Ἰων. γεν. πληθ. ῥινέων, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 15· - μύτη, Λατ. nasus, ἐπί τε ἀνθρώπων καὶ ζῴων, συχν. παρ’ Ὁμ. οἷον Ἰλ. Ε. 291, Ὀδ. Δ. 445, οὕτως, Ἡρόδ. 3. 154, Ἀριστοφ. Εἰρ. 21, κτλ. 2) ἐν τῷ πληθ., οἱ μυκτῆρες, ῥώθωνες, ἀλλὰ συχνάκις ὡς τὸ Λατ. nares, ἡ ῥίς, Ἰλ. Π. 503, Ὀδ. Ε. 456, κ. ἀλλ. Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 267, Σοφ. Αἴ. 918, Ἀριστοφ. Νεφ. 344, κτλ.· στόμα τε ῥῖνές τε Ἰλ. Ξ. 467, κ. ἀλλ., πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 70Ε· ἕλκω τινὰ τῆς ῥινός, σύρω τινὰ «ἀπὸ τὴν μύτην», Λουκ. Ἑρμότ. 73· ἑλέσθαι τῆς ῥ. αὐτόθι 68· - πρβλ. γρυπός, σιμός, μυκτη. ΙΙ. ἔν τινι Σικελ. ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγραφ. 5594, στήλ. 11. 36, 39, 53, 63, ἑρμηνεύεται ἀγωγός, ὀχετὸς (πρβλ. ῥινοῦχος), ἢ προέχον μέρος γῆς, ἴδε Franck σ. 619. - Ὑπάρχει καὶ μεταγεν. τύπος ῥίν, Ἱππ. 346, 50, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1, 2, Λουκ. Ὄν. 12, πρβλ. Λοβ. Παραλ. 196. [ῑ, ἐξαιρουμένης τῆς μεταγενεστέρας στιχουργίας, Ἰακ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 729.]