ὅποι
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
Ion. ὅκοι, Dor.ὅπυι, ὅπυς (qq.v.), Adv. correl. to ποῖ ; on its difference from ὅπῃ, v. sub voce : 1 Relat., to which place, whither, ἐκεῖσ' ὅ. πορευτέον S.Aj.690 ; ἴθ' ὅ. χρῄζεις Ar.Nu.891 ; ὅ. thither where, E.IT119 ; πέμψον . . ὅ. προσωτάτω as far as possible, Id.Andr.922, cf. X.An.6.6.1, etc. ; ὅ. ἄν, with subj., whithersoever, ἀπιέναι ὅ. ἂν βούλωνται Foed. ap. Th.5.18, cf. Pl.Ap.37d, IG12.76.31, etc. ; ὅ. ἂν ἄλλοσε βούλῃ whithersoever else, Pl.Phdr.230e ; also ὅποιπερ S.Aj.810, OT1458 (v.l. ὅπηπερ) ; ὅποι ποτέ Id.Ph.780, etc. 2 in indirect questions, to what place, whither, ἀμηχανεῖν ὅποι τράποιντο A.Pers.459 ; ἂν σκοπῇ . . ὅποι φέρονται Antiph.40.7 ; ἴστε ὅθεν ἥλιος ἀνίσχει καὶ ὅποι (ὅπου codd. meliores) δύεται X. An.5.7.6 ; μέχρι ὅ. up to what point, Pl.Grg.487c : in repeating a question, ποῖ; Answ. ὅποι μ' ἐρωτᾷς; Crobyl.5. b in pregnant sense with Verbs of rest, διδάξαι . . μ' ὅποι καθέσταμεν (i.e. ὅποι ἐλθόντες) S.OC23 ; τοὺς δὲ σοὺς ὅποι θεοὶ πόνους κατοικτιοῦσιν, οὐκ ἔχω μαθεῖν at what point the gods will take pity on (i.e. will end) thy sorrows, ib.383 (v.l. ὅπῃ). c c. gen., ὅποι γῆς whither in the world, ὅποι γῆς . . πεπλάνημαι A.Pr.564 (anap.) ; ὅποι τέτραπται γῆς Ar.Ach.209 ; οὐκ οἶσθ' ὅποι γῆς οὐδ' ὅποι γνώμης φέρῃ S.El.922.
German (Pape)
[Seite 361] correl. zu ποῖ, wohin, das Ziel einer Bewegung ausdrückend, relativ u. indirect fragend; ὥςτ' ἀμηχανεῖν ὅποι τράποιντο, Aesch. Pers. 451; δήμου κρατοῦσα χεὶρ ὅποι πληθύεται, Suppl. 604; ὅποι πλέων, Soph. Phil. 302; ἐγὼ γὰρ εἶμ' ἐκεῖσ' ὅποι πορευτέον, Ai. 675; auch οὐκ οἶδ' ὅποι χρὴ τἄπ ορον τρέπειν ἔπος, Phil. 885; vgl. El. 910; μέχρι ὅποι, Plat. Gorg. 487 c; οὐδὲ ὅποι τρέψει τὴν διάνοιαν ἕξει, Parm. 135 b; – mit ἄν u. dem conj., wohin auch immer, ὅποι ἂν ἄλλοσε βούλῃ, Plat. Phaedr. 230 c; ὅποι ἂν ἔλθω, Apol. 37 d; indirect c. opt., ὅποι πὲμποις, Theag. 126 c; Xen. u. Folgde; ὅποι τις ἂν προσθῇ δύναμιν, Dem. 2, 14. – Die Bdtg »wo« hat es nirgends bestimmt, vgl. Lob. Phryn. 43.
Greek (Liddell-Scott)
ὅποι: Ἰων. ὅκοι, Ἐπίρρ. συσχετικὸν τοῦ ποῖ· Ι. ἀναφορ., εἰς τὸν τόπον εἰς τὸν ὁποῖον, «ὅπου», ἐκεῖσ’ ὅποι πορευτέον Σοφ. Αἴ. 690· ἴθ’ ὅποι χρῄζεις Ἀριστοφ. Νεφ. 891· ὅποι ἄν, μετὰ ὑποτακτ., εἰς οἱονδήποτε τόπον, ἀπιέναι ὅποι ἂν βούλωνται Σπονδαὶ παρὰ Θουκ. 5. 18, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 37D, κλ.· ὅποι ἂν ἄλλοσε βούλῃ, εἰς οἱονδήποτε ἄλλο μέρος, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 230Ε· ― οὕτω, ὅποι περ Σοφ. Αἴ. 810, Ο. Τ. 1458· ὅποι ποτὲ ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 780, κτλ.· μέχρι ὅποι Πλάτ. Γοργ. 487C. β) ἐπὶ περιληπτικῆς σημασίας μετὰ ῥημάτων στάσεως, διδάξαι.. μ’ ὅποι καθέσταμεν (δηλ. ὅποι ἐλθόντες) Σοφ. Ο. Κ. 23, Εὐρ. Ἡρακλ. 19· ἐκεῖσ’ ὅποι, εἰς ἐκεῖνο τὸ μέρος ὅπου, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 1062, πρβλ. Λοβεκ. εἰς Φρύνιχ. 43· ― περὶ τῆς διαφορᾶς αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ὅπη, ἴδε τὴν λέξ.· ― ἐν Σοφ. Ο. Κ. 383, τοὺς δὲ σοὺς ὅποι θεοὶ πόνους κατοικτιοῦσιν, οὐκ ἔχω μαθεῖν, ὁ Jebb. ἔχει ὅπου, καὶ ἑρμηνεύει: ποῦ δὲ οἱ θεοὶ θὰ οἰκτίρωσι τὰ παθήματά σου δὲν γνωρίζω. γ) μετὰ γεν., ὅποι γῆς, εἰς ποῖον μέρος τῆς γῆς, Λατ. quo terrarum, ὅποι γῆς.. πεπλάνημαι Αἰσχύλ. Πρ. 565· ὅποι τέτραπται γῆς Ἀριστοφ. Ἀχ. 209· οὐκ οἶσθ’ ὅποι γῆς οὐδ’ ὅποι γνώμης φέρει Σοφ. Ἠλ. 922· χώρας τοῖσδ’ ὅποι προσωτάτω, εἰς τὸ πορρωτάτω κείμενον μέρος τῆς γῆς ταύτης, Εὐρ. Ἀνδρ. 922, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 6. 6, 1, κτλ. 2) ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως, εἰς ποῖον μέρος, ποῦ, ἀμηχανεῖν ὅποι τράποιντο Αἰσχύλ. Πέρσ. 459· ἂν σκοπῇ.. ὅποι φέρονται Ἀντιφάν. ἐν «Ἀρκάδι» 1. 7· ἴστε ὁπόθεν ὁ ἥλιος ἀνίσχει καὶ ὅποι δύεται Ξεν. Ἀν. 5. 7, 6· ― ἐπαναλαμβανομένης τῆς αὐτῆς ἐρωτήσεως ὑπὸ τοῦ ἐρωτωμένου, ποῖ; Ἀπόκρ. ὅποι μ’ ἐρωτᾷς; Κρώβυλος ἐν «Ψευδυποβολιμαίῳ» 1.