ἀποπίμπλημι

From LSJ
Revision as of 11:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπίμπλημι Medium diacritics: ἀποπίμπλημι Low diacritics: αποπίμπλημι Capitals: ΑΠΟΠΙΜΠΛΗΜΙ
Transliteration A: apopímplēmi Transliteration B: apopimplēmi Transliteration C: apopimplimi Beta Code: a)popi/mplhmi

English (LSJ)

later ἀπο-πιμπλάω· poet. also ἀποπίπλημι, ἀπο-άω:—

   A fill up a number, τὰς τετρακοσίας μυριάδας Hdt.7.29.    II satisfy, fulfil, in Pass., ἀποπλησθῆναι τὸν χρησμόν Id.8.96.    2 satisfy, appease, ἀ. αὐτοῦ τὸν θυμόν Id.2.129, cf. Th.7.68; ἀ. τὰς ἐπιθυμίας Pl. Grg.492a,al.    3 satisfy an inquirer, τινά Id.Cra.413b.

German (Pape)

[Seite 319] (s. πίμπλημι), ganz anfüllen, τινά Plat. Crat. 413 b; τὰς τετρακοσίας μυριάδας, voll machen, Her. 7, 29; χρησμὸν ἀποπλῆσαι, erfüllen, 8, 96: übertr., θυμόν, sättigen, stillen, 1, 129; Plat. Legg. IV, 717 d; ἐπιθυμίας Gorg. 503 c; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπίμπλημι: καὶ (ἀλλ’ οὐχὶ Ἀττ.) -πιμπλάω: ποιητ. ὡσαύτως ἀποπίπλημι, -άω: μέλλ. -πλήσω, συμπληρῶ ἀριθμόν, τὰς τετρακοσίας μυριάδας τοι τῶν στατήρων ἀποπλήσω Ἡρόδ. 7. 29. ΙΙ. ἐκπληρῶ, ἐπαληθεύω, ὥστε ἀποπλῆσαι τὸν χρησμὸν ὁ αὐτ. 8. 96. 2) ἱκανοποιῶ, καταπραΰνω, ἀποπιμπλάναι αὐτοῦ τὸν θυμὸν (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου explere animum) ὁ αὐτ. 2. 129, πρβλ. Θουκ. 7. 68, καὶ ἴδε τὸ ῥῆμα πληρόω 3) Ι. 2· ἀπ. τὰς ἐπιθυμίας Πλάτ. Γοργ. 492Α, κ. ἀλλ. 3) ἱκανοποιῶ τινὰ ἐρωτῶντα, ἐρευνῶντα, τινὰ ὁ αὐτ. Κρατ. 413Β.