θνητός

From LSJ
Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θνητός Medium diacritics: θνητός Low diacritics: θνητός Capitals: ΘΝΗΤΟΣ
Transliteration A: thnētós Transliteration B: thnētos Transliteration C: thnitos Beta Code: qnhto/s

English (LSJ)

ή, όν, also ός, όν E.Ion973,IA901, 1396: Dor. θνᾱτός (v. infr.): Aeol. θνᾶτος Sapph.Supp.13.7: (θνῄσκω):—

   A liable to death, mortal, opp. ἀθάνατος, freq. in Hom., Od.5.213, al.; θ. ἄνδρες Hes. Th.967; οὐδὲν . . θνητὸν ἐόν Hdt.8.98; ζῷα πάντα θ. καὶ φυτά Pl.Sph. 265c: as Subst., θνητοί mortals, Od.19.593, etc.; θνηταί mortal women, 5.213; πάντων τῶν θ. of all mortal creatures, Hdt.1.216, 2.68; εἴ τις φθόγγος (φθόγγον cod., but θ. is only used of living persons) εἰσακούεται θνητῶν παρ' Ἅιδῃ E.HF491: Comp., ἐν θνητῷ ὄντες, ἔτι θνητοτέρους ἑαυτοὺς ποιοῦντες Porph.Abst.4.20: Sup., θνητότατος πάντων Plot.5.1.1.    2 of things, befitting mortals, human, ἔργματα E.Ba. 1069; θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Pi.I.5(4).16; θνατὰ χρὴ τὸν θνατὸν . . φρονεῖν Epich.[263], cf. S.Tr.473; τὸ δαιμόνιον μεταξύ ἐστι θεοῦ τε καὶ θνητοῦ Pl.Smp.202e.

German (Pape)

[Seite 1213] (adj. verb. zu θνήσκω), sterblich, bei Hom. u. Hes. gew. Ggstz von ἀθάνατος, Beiwort der Menschen; auch allein, substantivisch, der Sterbliche, der Mensch; eben so die Tragg., von denen Eur. auch θνητὸς οὖσα verbindet, Ion 973, wie I. A. 901; φρονοῦσα θνητά, was den Sterblichen ziemt, Soph. Tr. 473; ἔργματ' οὐχὶ θνητά, nicht das Werk eines Menschen, Eur. Bacch. 1022; Ggstz von θεῖος Plat. Phaedr. 80 a, von θεός Conv. 202 a; auch übh. ζῶα πάντα θνητὰ καὶ φυτά, Soph. 265 c, wie Her. sagt πάντων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν θνητῶν ἐξ ἐλαχίστου μέγιστον, vom Krokodil, 2, 68, und vom Pferde πάντων τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον 1, 216; also übh. = lebendes Wesen, das dem Tode verfallen muß.

Greek (Liddell-Scott)

θνητός: -ή, -όν, ὡσαύτως, ός, όν, Εὐρ. ἐν Ἴωνι 973, Ι. Α. 901, 1396: Δωρ. θνατός· (θνήσκω): - ὑποκείμενος εἰς θάνατον, ἀντίθετον τῷ ἀθάνατος, συχνὸν παρ’ Ὁμ., κλ.· θν. ἄνδρες Ἡσ. Θ. 967· οὐδέν... θνητὸν ἐὸν Ἡρόδ. 8. 98· ζῷα πάντα θν. καὶ φυτὰ Πλάτ. ἐν Σοφιστ. 265C: -ἀκολούθως ὡς οὐσιαστ., θνητοί, ὡς τὸ βροτοί, Ὀδ. Τ. 593, Τραγ.· θνηταί, = γυναῖκες, Ε. 213· πάντων τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον Ἡρόδ. 1. 216, 2. 68. - Τὴν λέξιν δυνάμεθα νὰ μεταχειρισθῶμεν μόνον ἐπὶ ἀνθρώπων ἔτι ζώντων, ἐπομένως παρ’ Εὐρ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 491, εἴ τις φθόγγον εἰσακούσεται θνητῶν παρ’ Ἅιδῃ, τὸ θνητῶν πιθανῶς συναπτέον τῷ φθόγγον, οὐχὶ τῷ τις. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἁρμόζων εἰς θνητούς, ἀνθρώπινος, ἔργματα Εὐρ. Βάκχ. 1069· θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Πίνδ. Ι. 5 (4). 20· θνατὰ χρὴ τὸν θνατόν… φρονεῖν Ἐπίχ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητορ. 2. 21, 6, πρβλ. Σοφ. Τρ. 473, Ἀποσπ. 515, κτλ.· δῆλον ὅτι ἡ μὲν ψυχὴ τῷ θείῳ, τὸ δὲ σῶμα τῷ θνητῷ (δηλ. ἔοικε) Πλάτ. Φαίδ. 80Α.