ἀμετάστατος
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
ον,
A unchangeable, unchanging, ἴτω ἀ. μέχρι θανάτου Pl.R.361c; of ideas, ib.378e; τὸ ἀυετάστατον uniformity, Plu.2.135b. Adv. -τως Procl.in Ti.3.22D., etc.
German (Pape)
[Seite 122] nicht umgestellt, Plat. Rep. II, 361e nicht wegzubringen, 378 e mit δυσέκνιπτος vrbdn; Plut. neben ἀμετάθετος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάστατος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μεταστήσῃ, νὰ μετακινήσῃ εἰς ἄλλο μέρος, ἀμετάβλητος, ὡς τὸ ἀμετάθετος, Πλάτ. Πολ. 361C: τὸ ἀμετάστατον = τὸ ὁμοιόμορφον, Πλούτ. 2. 135Β. - Ἐπίρρ. -τως, Κλήμ. Ἀλ. 858, κτλ. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐκβάλῃ ἐκ τοῦ μέσου, νὰ ἐξαφανίσῃ, Πλάτ. Πολ. 378Ε.