ὑπνόω
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
English (LSJ)
fut.
A -ώσω Gp.18.14.3: aor. ὕπνωσα Hp.Epid.3.1.γ, Plb.3.81.5, LXXSi.46.20, J.AJ1.12.1, Plu.Alex.76, etc.: pf. ὕπνωκα Id.2.236b, (καθ-) J.AJ5.9.3:—Med., fut. ὑπνώσομαι ibid.:—Pass., pf. part. ὑπνωμένος Hdt.1.11, 3.69: aor. ὑπνώθην Plu.2.313a:—put to sleep, only in Dsc.4.63:—Pass., fall asleep, sleep, Hdt. ll.cc.:—so in Med., J.l.c. II intr., like Pass., Hp.Epid.3.1.γ, 7.11 (ὑπνώσσουσα Littré, with cod. C), Arist.Somn.Vig.454a2, Fr.10, J.AJ1.12.1; Lacon. inf. ὑπνῶν, for -οῦν, Ar.Lys.143. III die, LXX l.c. (Cf. ὑπνώω.)
German (Pape)
[Seite 1207] einschläfern, u. intr., einschlafen; Eur. Cycl. 453; νήγρετον ὑπνώσας Add. 5 (VII, 305); Callim. 15 (V, 23); Luc. V. H. 1, 29. – Der inf. ὑπνῶν Ar. Lys. 143. – Bei Her. 1, 11. 3, 69 im pass. in ders. Bdtg.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπνόω: μέλλ. -ώσω, Νικ. Θηρ. 127, Γεωπον.: ἀόρ. ὕπνωσα (ἴδε ὑπνώσω) Πολύβ. 3. 81, 5, Πλούτ., κλπ.: πρκμ. ὕπνωκα Πλούτ. 2. 236Β, (καθ-) Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 9, 3. - Μέσ. μέλλ. ὑπνώσομαι Ἰώσηπ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παθ., πρκμ. μετοχ. ὑπνωμένος Ἡρόδ. 1. 11., 3. 69. Ἀποκοιμίζω, «ταύτης (δηλ. τῆς μήκωνος) τὰ κεφάλαια πέντε ἢ ἓξ μετ’ οἴνου ἑψήσας, πότιζε οὓς ἂν βούλει ὑπνῶσαι» Διοσκ. 4. 64· πίπτω εἰς ὕπνον, ἀποκοιμῶμαι, κοιμῶμαι, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὕτω καὶ μέσ., Ἰώσηπ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἀμεταβ., ὡς τὸ παθ., Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1066, 1213Α, Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγόρ. 1. 3, Fr. 12· Λακων. ἀπαρ. ὑπνῶν, ἀντὶ -οῦν, Ἀριστ. Λυσ. 143· πρβλ. ὑπνώω. - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 533.