διαίρω

From LSJ
Revision as of 11:01, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαίρω Medium diacritics: διαίρω Low diacritics: διαίρω Capitals: ΔΙΑΙΡΩ
Transliteration A: diaírō Transliteration B: diairō Transliteration C: diairo Beta Code: diai/rw

English (LSJ)

aor.

   A διῆρα D.H.1.35:—raise up, lift up, δ. ἄνω τὸν αὐχένα X.Eq.10.3: metaph., exaggerate, τὰ πράγματα Ph.2.575:—Med., rise, become prominent, of the breasts, Hp.Gland.16; lift up oneself, πρὸς τὴν τῶν ὅλων θέαν Arist.Mu.391a3: c. acc., lift up what is one's own, δ. τὴν βακτηρίαν Plu.Lys.15; τοὺς ἄκοντας Luc.Tox.40; τόσον δ. take so much on oneself, dub. l. in Pl.Ax.370b:—Pass., δ. πρός, εἰς ὕψος, Ph.2.510, 619: metaph., πρὸς ἀλαζονείαν Plu.2. 116e.    II separate, remove, τὸν πόλεμον ἀπό . . Plu.Ages.15:— Med., διαράμενος (sc. τοὺς πόδας) with long strides, Thphr.Char.3.6.    2 δ. τὸ στόμα open one's mouth, D.19.112,207: hence Rhet., διηρμένος lofty, sublime, D.H.Rh.6.6, Vett.Cens.5.3, Longin.2.2, Hermog. Id.2.9; λέξις ib.1.1; ποιητική Luc.Hist.Conscr.45.    III intr. (sc. ἑαυτόν, etc.), lift oneself over, cross, τὸ πέλαγος, of swans, Arist.Fr.344; τὸν πόρον Plb.1.37.1; εἰς Σαρδόνα ib.24.5, etc.; τὴν ἀκτήν D.H. l.c.

German (Pape)

[Seite 580] (s. αἴρω), 1) aufheben, erheben; ἄνω τὸν αὐχένα Xen. de re equ. 10, 3. – Med., sich erheben, πρὸς τὴν τῶν ὄντων θέαν Arist. mund. 1; βακτηρίαν, seinen Stock erheben, Plut. Lys. 15, u. öfter; Luc. Tox. 40; – οὐδὲ τὸ στόμα διᾶραι, nicht einmal den Mund (von einander thun) öffnen u. die Stimme erheben, Dem. 19, 112. 21, 67; προσωπεῖα διῃρμένα τὸ στόμα, mit aufgesperrtem Munde, Luc. – Vom Styl, erhaben, διῃρμένος, Rhetor., vgl. Schäfer Melet. p. 10. – 2) intrans., sich erheben, aufbrechen; ἐς Σικελίαν Pol. 1, 39, 1, u. öfter; auch = übersetzen, über τὸν πόρον, τὸν κόλπον, 1, 37, 1. 5, 16, 5; vgl. αἴρω.

Greek (Liddell-Scott)

διαίρω: μέλλ. διᾰρῶ, ἐγείρω, ἀνυψῶ, δ. ἄνω τὸν αὐχένα Ξεν. Ἱππ. 10, 3. - Μεσ., ἐγείρω ἐμαυτόν, ὑψοῦμαι, Ἀριστ. π. Κόσμ. 1, 1· ἐγείρω τι τῶν ἐμῶν, δ. τὴν βακτηρίαν Πλούτ. Λυσ. 15 (ἐκτὸς ἂν διορθωθῇ τῇ βακτηρίᾳ, ὁπότε το διαράμενος θὰ ἔχῃ τὴν ἔννοιαν ἣν παρὰ Θεοφρ., ἴδε κατωτ.)· τόσον δ., τόσον ἀναλαμβάνω ἐπάνω μου, Πλάτ. Ἀξ. 370Β. - Παθ., δ. εἰς, πρὸς ὕψος Φίλων 2. 510, 614. ΙΙ. χωρίζω, μετακινῶ, μεταφέρω, τὸν πόλεμον ἀπὸ… Πλούτ. Ἀγησ. 15. - Μέσ., διαράμενος (ἐνν. τὰ σκέλη), grandi gradu, μὲ μεγαλοπρεπὲς βάδισμα (Casaub.) Θεόφρ. Χαρ. 3. 2) δ. τὸ στόμα, ἀνοίγω τὸ στόμα μου, Δημ. 375. 14., 405. 26· ἐντεῦθεν παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, διηρμένος, ὁ ἀγορεύων ore rotundo, μὲ ὕφος ὑψηλόν, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 6. 6, π. Ἀρχ. Συγγρ. 5. 3, Ἑρμογ., κτλ. ΙΙΙ. ἀμεταβ. (ἐξυπακ. ἑαυτόν, κτλ.), μεταφέρω ἐμαυτὸν εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, διαβαίνω, διαπλέω, τὸ πέλαγος Ἀριστ. Ἀποσπ. 268· τὸν πόρον Πολύβ. 1. 37, 1· εἰς Σικελίαν ὁ αὐτ. 1. 24, 5, κτλ.· πρβλ. αἴρω.