δοξάζω
English (LSJ)
A think, imagine, c. acc. et inf., A.Ag.673, E.Supp.1043, etc.; c. dupl. acc., πῶς ταῦτ' ἀληθῆ . . δοξάσω; how can I suppose this to be true? A.Ch.844; δ. βελτίους ἑαυτούς Pl.Phlb.48e; τὰ εὔχρηστα τῶν ζῴων θεοὺς ἐδόξασαν D.L.1.11; also abs., μετ' ἀσφαλείας δ. Th.1.120; δοξάζων μὲν οὔ not expecting it, S.Ph.545:—Pass., δ. εἶναι to be supposed to be, Pl.Ti.46d, al.; ὅση δοξάζεται (sc. εἶναι) Id.Phd. 108c; δ. κακοί Id.Lg.646e; δ. δίκαιος Id.R.588b; τὰ δοξαζόμενα Id.Plt.278b. 2 c. part., δοξάσει τις ἀκούων will suppose that he hears, A.Supp.60 (lyr.). 3 c. acc. cogn., δόξας δ. entertain opinions, Pl. Cri.46d; δ. ψευδῆ hold false opinions, Id.Tht.189c; ψευδῶς δοξαζόμενα Polystr.p.26W. 4 abs., form or hold an opinion, Pl.Tht.187a, al.; περί τινος Id.Grg.461b; κακῶς δ. Id.R.327c; παρὰ τὰ ὄντα Id.Phdr.262b; opp. γιγνώσκω, Id.R.476d; opp. ἐπίσταμαι, Arist.APo. 89a7; δ. ἄνευ ἐπιστήμης Pl.Tht.201c. 5 Pass., to be matter of opinion, ταῦτα δεδοξάσθαι Xenoph.35, cf. Epicur.Sent.22. II magnify, extol, ἐπὶ πλέον τι αὑτὸν δ. Th.3.45, cf. LXX Ex.15.2, al.; τὸν θεόν Ep.Rom.1.21, al.:—Pass., to be distinguished, held in honour, magnified, Dionys.Com.2.24; δεδοξασμένος ἐπ' ἀρετῇ Plb.6.53.10, cf. LXX Ex.15.1, al., Ev.Jo.7.39, al.; ἱερὸν δεδοξασμένον ἐξ ἀρχαίων OGI 168.56 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 657] meinen, vermuthen, dem γιγνώσκειν entgegengesetzt Plat. Rep. V, 476 d, u. dem εἰδέναι, Xen. Mem. 3, 9, 6; Aesch. Ag. 659 u. öfter; Soph. Phil. 541; häufig bei Eur. u. in Prosa; vgl. δοκεῖτέ μοι ὡρμῆσθαι – οὐ γὰρ κακῶς δοξάζεις Plat. Rep. I, 327 c; περί τινος, Gorg. 481 b; δόξας δοξάζειν Crit. 46 d; βελτίους ἑαυτοας, οὐκ ὄντες, eine bessere Meinung von sich haben, Phil. 48 e; ἀλογί. στως ἐπὶ πλέον τι αὑτὸν ἐδόξασεν, hatte eine höhere M. von sich, Thuc. 3, 45. Auch »wofür halten« mit doppeltem accus., Plut. de superst. 6. – Im pass. = für etwas gehalten werden, gelten; ἄδικος Plat. Rep. II, 363 e, u. öfter; Xen. Cyr. 5, 5, 46; – ἐπ' ἀρετῇ δεδοξασμένοι ἄνδρες, gerühmt, Pol. 6, 53, 10, u. a. Sp., wie App. B. C. 2, 97; auch ἔν τινι, D. Sic. 16, 82.
Greek (Liddell-Scott)
δοξάζω: μέλλ. -άσω, νομίζω, φαντάζομαι, ὑποθέτω, εἰκάζω ὅτι…, μετ’ αἰτ. καί ἀπαρ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 673, Εὐρ. Ἱκέτ. 1043, κτλ.· καὶ παραλειπομένης τῆς ἀπαρεμφ., πῶς ταῦτ’ ἀληθῆ… δοξάσω; πῶς δύναμαι νὰ ὑποθέσω ὅτι ταῦτα εἶναι ἀληθῆ; Αἰσχύλ. Χο. 844· δ. βελτίους ἑαυτοὺς Πλάτ. Φιλήβ. 48Ε. -Παθ., δ. εἶναι, ὑποθέτουσι περὶ ἐμοῦ ὅτι εἶμαι, ὁ αὐτ. Τιμ. 46D, κ. ἀλλ.· ὅση δοξάζεται (ἐνν. εἶναι) ὁ αὐτ. Φαίδωνι 108C· δ. κακὸς ὁ αὐτ. Νόμ. 646Ε, πρβλ. Πολ. 588Β, κ. ἀλλ. 2) μετά μετοχ., δοξάσει τις ἀκούων, θὰ ὑποθέσῃ ὅτι ἀκούει, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 60. 3) μετὰ συστοίχ. αἰτ., δόξαν δ., ἔχω γνώμην, Πλάτ. Κρίτωνι 46D· δ. ψευδῆ, ἔχω ἐσφαλμένην γνώμην, ὁ αὐτ. Θεαιτ. 189C. 4) ἀπολ., ἔχω γνώμην, φρονῶ, Σοφ. Φ. 545, Θουκ. 1. 120, Πλάτ. Θεαιτ. 187Α, κ. ἀλλ.· περί τινος ὁ αὐτ. Γοργ. 461Β· κακῶς δ. ὁ αὐτ. Πολ. 327C· παρὰ τὰ ὄντα ὁ αὐτ. Φαίδρ. 262Β· ἀντίθ. γιγνώσκω, αὐτόθι 476D· ἀντίθ. ἐπίσταμαι, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 1. 33· δ. ἄνευ ἐπιστήμης Πλάτ. Θεαιτ. 201C· πρβλ. δοξαστικός. 5) Παθ., εἶμαι ἀντικείμενον δοξασίας, νομίζομαι, Ξενοφάν. Ἀποσπ. 15· τὰ δοξαζόμενα Πλάτ. Πολιτ. 278Β, κ. ἀλλ. ΙΙ. μεγαλύνω, ἐπὶ πλέον αὑτόν δ. Θουκ. 3. 45. -Παθ., τιμῶμαι, Διονύσ. Κωμ. Θεσμ. 1. 24· δεδοξασμένος ἐπ’ ἀρετῇ Πολύβ. 6. 53,10· δοξασθεὶς Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 507. 7.