θαῦμα

Revision as of 11:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

ατος, τό, Ion. θῶμα (cf. θαυμάζω): (v. θεάομαι):    I of objects, wonder, marvel, in Ep. always in sg., Il.13.99, etc.; θαῦμ' ἐτέτυκτο πελώριον, of Polyphemus, Od.9.190; θαῦμα βροτοῖσι, of a beautiful woman, 11.287; ἄσπετόν τι θ., of Hercules, S.Tr.961 (lyr.), etc.: freq. c. inf., θ. ἰδέσθαι a wonder to behold, Il.5.725, etc.; θ. ἰδεῖν h.Ven.205, Hes.Sc.318; θ. ἰδεῖν εὐκοσμίας E.Ba.693; θ. ἀκοῦσαι Pi.P. 1.26; θ. ἀνέλπιστον μαθεῖν S.Tr.673, etc.; θαῦμ' ὅτι . . strange that... Theoc.15.2; οὐ θαῦμά [ἐστι] no wonder, Pi.N.10.50; so καὶ θ. γ' οὐδέν and no wonder, Ar.Pl.99; τὸ μὴ πείθεσθαι θ. οὐδέν Pl.R.498d, etc.; τί τοῦτο θ.; E.Hipp.439; ἦ μάλα θ. κύων ὅδε κεῖται Od.17.306; θῶμα ποιεῖσθαί τι Hdt.1.68; τί τινος Id.9.58; τινος Id.7.99; περί τινος Id.3.23: after Hom. in pl., θαύματ' ἐμοὶ κλύειν A.Ag.1166 (v.l. θραύματ') θαύματ' ἀνθρώποις ὁρᾶν E.Ion1142; θαυμάτων κρείσσονα or πέρα things more than wondrous, Id.Ba.667, Hec.714.    2 in pl., also, puppetshow, toy theatre, θ. δεικνύναι, ἐπιδεικνύναι, Pl.R.514b, Lg.658c; ἐν θ. Thphr.Char.6.4, cf. 27.7, Ph.1.28; mountebank-gambols, X.Smp. 2.1, cf. 7.3 (sg.); ἐν τοῖς θ. ὑπεκρίνετο μίμους in the jugglers' booths, Ath.10.452f; of menageries, Isoc.15.213; of mechanical devices, Arist.Mech.848a11: metaph., ἔνιοι θ. ποιοῦσιν ἐν φιλοσοφίᾳ Phld.Rh. 1.99S.: sg., puppet, Pl.Lg.644d; trick, τὸ τῆς σοφιστικῆς δυνάμεως θ. Id.Sph.233a.    II wonder, astonishment, θ. μ' ἔχει ὡς . . Od.10.326, etc.; ἔσχον θ. S.El.897; θ. δ' ὄμμασιν πάρα A.Eu.407; θ. μ' ὑπέρχεται S.El.928; μ' ἐλάμβανε θ. Ar.Av.511; θαύματος ἄξιος worthy of wonder, E.Hipp.906, etc.; ἐν θώματι εἶναι to be astonished, Hdt.1.68, cf. Th.8.14; ἐν θώματι ἔχεσθαι, ἐνέχεσθαι, Hdt.8.135,7.128; ἐν θ. ἐνέχεσθαί τινος at a thing, Id.9.37; ἐν θαύματι ποιεῖσθαι Plu.Pomp.14; διὰ θαύματος σχεῖν Hdn.2.2.7: pl., θαυμάτων ἐπάξια E.Ba.716, cf. Pl. Lg.967a.

German (Pape)

[Seite 1188] τό, ion. θώϋμα u. θῶμα, Wunder, Wunderwerk, Alles, was man mit Bewunderung u. Erstaunen ansieht, u. die Bewunderung, Verwunderung selbst; Hom. θαῦμα ἰδέσθαι, ein Wunder zu schauen, wunderbar anzuschauen; ἦ μέγα θαῦμα τόδ' ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶμαι, Il. 13, 99. 15, 286 u. öfter; vom Polyphem, καὶ γὰρ θαῦμ' ἐτέτυκτο πελώριον Od. 9, 190, wie auch von einer schönen Frau, θαῦμα βροτοῖσι 11, 287; θαῦμά μ' ἔχει, ich staune, 10, 326; Pind. P. 1, 26 N. 10, 50; ταρβῶ μὲν οὐδέν, θαῦμα δ' ὄμμασιν πάρα Aesch. Eum. 385, aber Wunder nimmts den Blick; οὔ τι τοῦτο θαῦμ' ἔμοιγε, das ist mir nicht wunderbar, Soph. Phil. 408; θαῦμά τοί μ' ὑπέρχεται, Staunen beschleicht mich, El. 916; τόδε θαῦμά μ' ἔχει Phil. 861; τί τοῦτο θαῦμα; Eur. Hipp. 439; μεγίστου θαύματος τόδ' ἄξιον 906, bewundernswerth; in Prosa, z. B. Plat. Conv. 221 c; θαυμάτων κρέσσονα Eur. Bacch. 666; θαῦμα οὐδέν, das ist nicht zu bewundern, Ar. Plut. 99; θαῦμά μ' ἐλάμβανε Av. 511; θῶμα ποιεῖσθαί τι, Etwas für wunderbar halten, Her. 1, 68. 8, 74; θαῦμα ποιεῖσθαί τινος, sich über Etwas wundern, 7, 99. 9, 58, περί τινος, 3, 23; ἐν θαύματι ποιεῖσθαι Plut. Pomp. 14; μηδὲν ὑμῖν ἔστω θαῦμα Plat. Critia. 113 b; τὸ μὴ πείθεσθαι τοῖς λεγομένοις τοὺς πολλοὺς θαῦμα οὐδέν Rep.VI, 498 d; θαῦμα ἦν, τί εἴη τὸ γεγενημένον, man wunderte sich u. wußte nicht, was da vorgefallen sei, Xen. An. 6, 1, 23. – Θαύματα bes. von Kunststücken der Taschenspieler u. Gaukler gebraucht, Plat. Rep. VII, 514 b; θαύματα ἐπιδεικνύς Legg. III, 658 b; τῆς σοφιστικῆς δυνάμεως, Kunststück, Soph. 233 a; von Seiltänzer- u. Springerkünsten, Xen. Conv. 2, 1, vgl. 7, 2; Hesych. erkl. θαύματα, ἃ οἱ θαυματοποιοὶ ἐπιδείκνυνται; Tim. lex. Plat. erkl. νευροσπάσματα, wo Ruhnken zu vgl. Auch der Schauplatz solcher Gaukler wird dadurch bezeichnet, ἐν τοῖς θαύμασιν ὑπεκρίνετο μίμους Ath. X, 452 f; ἐν θαύμασι τοὺς χαλκοῦς ἐκλέγειν Theophr. char. 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

θαῦμα: τό, Ἰων. θωῦμα ἢ μᾶλλον θῶμα, ὡς θωμάζω, θωμάσιος, κτλ., Δινδ. Διαλ. Ἡροδ. σ. xxxvii (θάομαι). ΙΙ. ὅ,τι βλέπει τις μετὰ θαυμασμοῦ, θαυμάσιον πρᾶγμα, παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. ἀείποτε καθ’ ἑνικ. ὡς Ἰλ. Ν. 99, κτλ.· θαῦμ’ ἐτέτυκτο πελώριον, περὶ τοῦ Πολυφήμου, Ὀδ. Ι. 190· θαῦμα βροτοῖσι, ἐπὶ ὡραίας γυναικός, Λ. 287· ἄσπετόν τι θ., ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Σοφ. Tρ. 961, κτλ.· - συχνάκις μετ’ ἀπαρ., θαῦμα ἰδέσθαι, θαυμάσιον πρᾶγμα νὰ τὸ ἴδῃ τις, Ὀδ. Ι, 190, κτλ.· θαῦμα ἰδεῖν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 206, Ἡσ.· θαῦμ’ ἰδεῖν εὐκοσμίας Εὐρ. Βάκχ. 693· θαῦμα ἀκοῦσαι Πίνδ. Π. 1. 50· θ. μαθεῖν Σοφ. Tρ. 673, κτλ.· - θαῦμ’ ὅτι …, παράδοξον ὅτι..., Θεόκρ. 15. 2· οὐ θαῦμά ἐστι, οὐ θαυμαστόν, Πίνδ. Ν. 10. 94· καὶ θαῦμά γ’ οὐδέν, καὶ οὐδαμῶς εἶνε θαυμαστόν, παράδοξον, Ἀριστοφ. Πλ. 99· θαῦμα οὐδέν, μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Πολ. 498I), κτλ.· τὶ τοῦτο θ., Εὐρ. Ἱππ. 439· οὕτω παρ’ Ὁμ., ἦ μάλα θαῦμα κύων ὅδε κεῖται Ὀδ. Ρ. 306· θ. σοφιστικῆς Πλάτ. Σοφ. 233Α· - θῶμα ποιεῖσθαί τι Ἡρόδ. 1, 68., 9. 58· ἤ, θῶμα ποιεῖσθαί τινος ὁ αὐτ. 3. 23., 7. 99· - μεθ’ Ὅμ. καὶ κατὰ πληθ., θαύματ’ ἐμοὶ κλύειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1166· θαύματ’ ἀνθρώποις ὁρᾶν Εὐρ. Ἴωνι 1142· θαυμάτων κρείσσονα ἢ πέρα, πράγματα ἀνώτερα θαυμάτων, ὁ αὐτ. Βάκχ. 667, Ἑκ. 714. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, τεχνάσματα θαυματοποιοῦ, Πλάτ. Πολ. 514Β, Νόμ. 658Β· θαυμάσια γυμναστικὰ παίγνια, Ξεν. Συμπ. 2, 1, πρβλ. 7, 2, Casaub. Θεοφρ. Χαρ. 6. 2, Ἀθήν. 22. ΙΙ. θαυμασμός, ἔκπληξις, θαῦμά μ’ ἔχει ὡς.. Ὀδ. Κ. 326, κτλ.· καί, ἔσχον θαῦμα Σοφ. Ἠλ. 897· θ. δ’ ὄμμασιν πάρα Αἰσχύλ. Εὐμ. 407· θ. μ’ ὑποδύεται Σοφ. Ἠλ. 928· θ. μ’ ἐλάμβανεν Ἀριστοφ. Ὄρν. 511· θαύματος ἄξιος, ἄξιος θαυμασμοῦ, Εὐρ. Ἱππ. 906, κτλ.· ἐν θώματί εἰμι ἢ γίγνομαι, εἶμαι ἢ γίνομαι ἔκθαμβος, ἔκπληκτος, Ἡρόδ. 1. 68, κ. ἀλλ., Θουκ. 8. 14· ἐν θώματι ἔχεσθαι ἢ ἐνέχεσθαι Ἡρόδ. 8. 135., 7.128· τινός, ἔν τινι πράγματι, ὁ αὐτ. 9. 37· θ. ποιεῖσθαι περί τινος ὁ αὐτ. 3. 23· ἐν θαύματι ποιεῖσθαι Πλούτ. Πομπ. 14· διὰ θαύματος ἔχειν Ἡρωδιαν. 2. 2, 17· - πληθ., θαυμάτων ἐπάξια Εὐρ. Βάκχ. 716, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 967Α.