φίλτρον

From LSJ
Revision as of 11:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φίλτρον Medium diacritics: φίλτρον Low diacritics: φίλτρον Capitals: ΦΙΛΤΡΟΝ
Transliteration A: phíltron Transliteration B: philtron Transliteration C: filtron Beta Code: fi/ltron

English (LSJ)

τό, (φιλέω)

   A love-charm, whether a potion, or any other means, ἔστιν . . φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος E.Hipp.509, cf. Ph.1260, Andr.540 (anap.), Arist.MM1188b32, Theoc.2.1, Dsc.2.164, Alciphr. 1.37, etc.; οὐκ ἐπὶ θανάτῳ διδόναι [φάρμακον] ἀλλ' ἐπὶ φίλτροις Antipho 1.9: of the robe of Nessus by which Deïanira hoped to win back the love of Hercules, S.Tr.584, 1142.    2 generally, charm, spell, οἱ φ. ἐν θυμῷ ὕμνοι τίθεν Pi.P.3.64; φ. ἵππειον, of the bit, Id.O.13.68; φίλτρα τόλμης spells to produce boldness, of oracles, A.Ch.1029; δεινὸν τὸ τίκτειν καὶ φέρει φ. μέγα E.IA917, cf. Fr.103 (anap.), HF 1407; αἱ ξυγγενεῖς ὁμιλίαι . . φ. οὐ σμικρὸν φρενῶν Id.Tr.52; of ἀρεταί, Id.Andr.207; φίλτρα γάμου AP9.422 (Apollonid.); ἕν ἐστ' ἀληθὲς φ. εὐγνώμων τρόπος Men.646; εἰρήνης φ. a charm to promote peace (i.e. γεωργία), Plu.Num.16; [παῖδες] νήπιοι ψυχῆς εἰσιν ἰσχυρὰ φ. ἐξομηρεύσασθαι δυνάμενα στρατηγὸν πρὸς πατρίδα Onos.1.12.    3 love, affection, in pl., τὰ θεῶν δὲ φίλτρα φροῦδα Τροίᾳ E.Tr.859 (lyr.), cf. El. 1309 (anap.), AP7.623 (Aemil.): also in sg., τὸ πρὸς τὴν πατρίδα φ. SIG876.7 (Smyrna, Epist.Severi et Caracallae); πᾶσι δὲ φ. κάλλιπεν AP15.45, cf. Ael.NA10.17, Opp.C.3.108, Lib.Or.3.22; τὸ πρὸς ἀμφοτέρους φ. Id.Ep.297.1.    II dimple in the upper lip, Bion 1.48, Ruf.Onom.39, Poll.2.90.    III = σταφυλῖνος, Eust.1163.9.

German (Pape)

[Seite 1289] τό, Liebesmittel, Liebeszauber, Liebestrank, jedes Mittel, Liebe zu erwecken, Zauber; Pind. Ol. 13, 65 P. 3, 69; vgl. bes. Theocr. 2, 1; ἔτι νήπια Antiphil. 2 (V, 111); Anreiz, Antrieb, τόλμης, zur Kühnheit, Aesch. Ch. 1025; τοιῷδε φίλτρῳ τὸν σὸν ἐκμῆναι πόθον Soph. Tr. 1132, vgl. 581; Eur. öfter; u. in Prosa, Xen. Mem. 2, 3,11. 14. 3, 11, 16; εἰρήνης, die Lockungen od. Reize des Friedens, Plut. Num. 16; δεύτερα φίλτρα γάμου, Reizung zur zweiten Ehe, Apollnds 19 (IX, 422). Auch im Allgem., Liebe, vgl. Eur. Troad. 859 u. s. Herm. Orph. p. 823, wie τὰ μητρὸς φίλτρα Aemilian. 1 (VII, 623).

Greek (Liddell-Scott)

φίλτρον: τό, (κυρίως φίλητρον, ἐκ τοῦ φιλέω), μέσον μαγικὸν ἢ φάρμακον διεγεῖρον τὸν ἔρωτα ἢ ἐπαναφέρον αὐτόν, (πρβλ. τὸ Σαιξπήρειον “medicines to make me love him”, Shaksp. Henr. IV, 2, 2), ἔστιν... φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος Εὐρ. Ἱππόλ. 509, πρβλ. Φοιν. 1260, Ἀνδρ. 541, κλπ.· ἐπὶ φίλτροις, οὐκ ἐπὶ θανάτῳ δοῦναι φάρμακον Ἀντιφῶν 112. 26· ἐπὶ τοῦ χιτῶνος ὃν ἡ Δηϊάνειρα ἔβαψεν εἰς τὸ αἷμα τοῦ Νέσσου καὶ ἔπεμψεν εἰς τὸν Ἡρακλέα ὅπως ἀνακτήσηται τὴν ἀγάπην αὐτοῦ, φίλτροις δ’ ἐάν πως τήνδ’ ὑπερβαλώμεθα Σοφ. Τρ. 584, 1142· τὸ φυτὸν ἱππομανές, Αἰλ. π. Ζ. 14. 18, πρβλ. Οὐεργ. Γεωργ. 3. 281· ― τὰ φίλτρα συνεσκευάζοντο διὰ μαγικῶν τελετῶν, Θεόκρ. 2. 1 κἑξ.· ἐνίοτε ἦσαν θανατηφόρα, Ἀριστ. Ἠθ. Μεγ. 1. 16, 2, Ἀλκίφρ. 1. 37. 2) καθόλου θέλγητρονμέσον δι’ οὗ προσελκύει τις τὴν συμπάθειάν τινος ἢ ἐπιδρᾷ ἐπ’ αὐτόν, Πινδ. Π. 3. 112· ὅθεν ὁ χαλινὸς καλεῖται φ. ἵππειον ὁ αὐτ. ἐν Ο. 13. 95· οἱ Χρησμοὶ τοῦ Ἀπόλλωνος καλοῦνται φίλτρα τόλμης, μέσα παράγοντα τόλμην, Αἰσχύλ. Χο. 1029· τὰ τέκνα λέγονται φίλτρον ἀγάπης τῶν γονέων, Εὐριπίδ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 917, Ἀποσπ. 104, πρβλ. Ἡρακλ. Μαιν. 1407· αἱ ξυγγενεῖς ὁμιλίαι... φ. οὐ σμικρὸν φρενῶν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 52· ἐπὶ τῆς ἀρετῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 207· ἔν ἐστ’ ἀληθὲς φίλτρον, εὐγνώμων τρόπος Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 100· φίλτρον εἰρήνης, μέσον παρέχον εἰρήνην, Πλουτ. Νουμ. 16· οὕτω, φίλτρα γάμου Ἀνθ. Παλατ. 9. 422· 3) ἐν τῷ πληθ., ἀγάπη, ἔρως, στοργή, τὰ θεῶν δὲ φίλτρα φροῦδα Τροίᾳ Εὐρ. Τρῳ. 859, πρβλ. Ἠλ. 1309, Αἰλ. π. Ζῴων 10. 17, Ἀνθ. Παλατ. 7. 623, Ἕρμανν. εἰς Ὀρφ. σ. 823. ΙΙ. ἡ ἐν τῷ ἄνω χείλει κοιλότης, ἡ ὑπὸ τὴν ῥῖνα (ἡ δὲ ἐν τῷ κάτω χείλει ἐκαλεῖτο τύποςνύμφη) Πολυδ. Β΄, 90. ΙΙΙ. ἕτερον ὄνομα τοῦ φυτοῦ σταφυλίνου, Εὐστ. 1163, 10.