λέκτρον

From LSJ
Revision as of 10:51, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέκτρον Medium diacritics: λέκτρον Low diacritics: λέκτρον Capitals: ΛΕΚΤΡΟΝ
Transliteration A: léktron Transliteration B: lektron Transliteration C: lektron Beta Code: le/ktron

English (LSJ)

τό, (λέχομαι)

   A couch, bed, Hom. (esp. in Od.); λέκτρονδε to bed, Od.8.292: also in pl., Il.22.503, Od.20.58, etc.; Arc. for κλίνη acc. to AB1095.    II later, mostly in pl., marriage-bed, Pi. N.8.6 (sg.); παρθένοις γαμηλίων λ. ἀπείροις A.Fr.242; λέκτρων εὐναί Id.Pers.543 (anap.); λέκτρων κοῖται E.Alc.925 (anap.); κοίτας λέκτρον Id.Med.436 (lyr.); but τὸ δυσπάρευνον λ. S.Tr.791: hence γῆμαι λέκτρα τινός wed one, E.Med.594; λέκτρα προδοῦναι, αἰσχῦναι, etc., Id.Or.939, Hipp.944, etc.; ἀλλότρια, νόθα, δοῦλα λέκτρα, of illicit connexions, Id.HF345, Andr.928, Ion819; cf. λέχος.    2 the fruit of marriage, a child, Agathyll. ap. D.H.1.49 (pl.).

German (Pape)

[Seite 27] τό, wie λέχος, Lager, Bett, κεῖμαι ἐνὶ λέκτρῳ, Od. 19, 516 u. öfter, bes, vom Ehebett, wie auch Pind. Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον, N. 8, 6; πρίν ποτε λέκτρων ἐπιβῆναι Aesch. Suppl. 37, öfter, wie andere Tragg., ἦλθες ἐς νόθον λέκτρον Eur. Ion 545; öfter im plur., wo nur an ein Ehebett zu denken ist, bes. bei Eur. Auch bei sp. D., für Liebesgenuß.

Greek (Liddell-Scott)

λέκτρον: τό, (Ö ΛΕΧ, λέγω Α) ὡς τὸ λέχος, ἀνάκλιντρον, κλίνη, Λατ. lectus, Ὅμ. (μάλιστα ἐν τῇ Ὀδ.)· λέκτρονδε, εἰς τὴν κλίνην, Ὀδ. Θ. 292· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ. Ἰλ. Χ. 503. Ὀδ., κτλ. ΙΙ. μετέπειτα, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἡ νυμφικὴ κλίνη, Πινδ. Ν. 8. 11, Τραγ.· παρθένοις γαμηλίων λ. ἀγεύστοις Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238· οὕτω, λέκτρων εὐναὶ ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 543· λέκτρων κοῖται Εὐρ. Ἄλκ. 925· κοίτης λέκτρον ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 437· ἀλλά, τὸ δυσπάρευνον λέκτρον, τὸν θανάτου πρόξενον γάμον, Σοφ. Τρ. 791· - ὅθεν, γῆμαι λέκτρα τινός, νυμφεύομαί τινα, Εὐρ. Μήδ. 594· λέκτρα προδοῦναι, αἰσχύνειν, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 939, Ἱππ. 944, κτλ.· - ἀλλότρια, νόθα, δοῦλα λέκτρα, ἐπὶ παρανόμων γάμων, ὁ αὐτ.· πρβλ. λέχος. 2) ὁ καρπὸς τοῦ γάμου, τέκνον, Ἀγάθυλλος παρὰ Διον. Ἁλ. 1. 49.