μετεωροθήρας
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one that hunts high in air, epith. of a hawk, Arist.HA620a30 (pl.): metaph., of philosophers, Ph.1.674 (pl.).
German (Pape)
[Seite 159] ὁ, in der Höhe, in der Luft jagend, von Vögeln, Arist. H. A. 9, 36.
Greek Monolingual
μετεωροθήρας και μετεωρόθηρος, ὁ (Α)
1. (για το γεράκι) αυτός που θηρεύει ψηλά στον αέρα
2. μτφ. (για φιλοσόφους) αυτός που κυνηγά υψηλές ιδέες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ορνιθο-θήρας, χρυσο-θήρας].