Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεσηγύ

From LSJ
Revision as of 11:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσηγύ Medium diacritics: μεσηγύ Low diacritics: μεσηγύ Capitals: ΜΕΣΗΓΥ
Transliteration A: mesēgý Transliteration B: mesēgy Transliteration C: mesigy Beta Code: meshgu/

English (LSJ)

Ep. μεσσηγύ, before a vowel or metri gr. μεσσηγύς—all in Hom.; μεσηγύς only in Orph.Fr.94: Adv.,    I of Space,    1 abs., in the middle, between, οὐδέ τι πολλὴ χώρη μεσσηγύς 11.23.521, cf. 11.573; μηδέ τι μεσσηγύς γε . . πάθῃσι in mid-voyage, Od.7.195.    2 more freq. c. gen., between, ὤμων μ. 11.8.259; στηθέων Theoc.25.237; Κουρήτων τε μ. καὶ Αἰτωλῶν 11.9.549; μ. γαίης τε καὶ οὐρανοῦ 5.769; μ. Ἰθάκης τε Σάμοιό τε Od.4.845; μ. κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος Hes.Sc.417; μ. θέρεός τε καὶ ὑετίου κρυστάλλου Eratosth.16.16.    II of Time, meanwhile, Aret.CA1.10; μεσηγὺ τούτου τοῦ χρόνου Hp. Fract.8.    III as Subst., τὸ μεσηγύ the part between, h.Ap.108, Thgn.553; τὸ μ. τῶν ὠμοπλατέων Hp.Art.16; ἤματος τὸ μεσηγύ noon, Theoc.25.216.    IV of quality, Orph. l.c. [ῠ exc. Od.4.845 μεσσηγὺς Ἰθάκης τε . . .]

German (Pape)

[Seite 137] ep. auch μεσσηγύ, vor einem Vokal und um Position zu machen μεσηγύς u. μεσσηγύς, = μέσος, inder Mitte, mitten; – a) vom Raume; absolut, Il. 11, 573. 20, 370. 23, 521; – c. gen., in der Mitte von, zwischen, μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν, ὤμων μεσσηγύς Il. 8, 258, Κουρήτων τε μεσηγὺ καὶ Αἰτωλῶν 9, 545, öfter; auch Hes. Sc. 417. – b) von der Zeit, inzwischen, unterdessen, μηδέ τι μεσσηγύς γε κακὸν καὶ πῆμα πάθῃσι Od. 7, 195; Ap. Rh. 2, 307. 3, 665. – c) substantivisch, τὸ μεσσηγύ, das Zwischenliegende, der Zwischenraum; H. h. Ap. 108; τὸ μεσσ. ἤματος, die Mitte oder Hälfte des Tages, Theocr. 25, 216, vgl. 237. [Das an sich kurze υ ist in μεσσηγύς in der Vershebung Od. 4, 845 lang gebraucht.]

Greek (Liddell-Scott)

μεσηγύ: Ἐπικ. μεσσηγύ, πρὸ φωνήεντος ἢ χάριν τοῦ μέτρου μεσσηγύς, - ἅπαντα παρ’ Ὁμ.: μεσηγὺς μόνον ἐν Ὀρφ. Ἀποσπάσμ. 19· Ι. Ἐπίρρ. τόπου, 1) ἀπολ., ἐν τῷ μέσῳ, μεταξύ, οὐδέ τι πολλὴ χώρη μεσσηγὺς Ἰλ. Ψ. 521, πρβλ. Λ. 573· οὕτω, τὸ μεσηγὺ Θέογν. 553. 2) συνηθέστερον μετὰ γεν., μεταξύ, «ἀνάμεσα», ὤμων μ. Ἰλ. Θ. 259· Κουρήτων τε μ. καὶ Αἰτωλῶν Ι. 549· μ. γαίης τε καὶ οὐρανοῦ Ε. 769· μ. Ἰθάκης τε Σάμοιό τε Ὀδ. Δ. 845· οὕτως ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 417. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἐν τῷ μεταξύ, ἅπαξ παρ’ Ὁμ., μηδέ τι μεσσηγύς γε... πάθῃσιν Ὀδ. Η. 195. 2) μεσηγὺ τούτου χρόνου Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 757. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τὸ μεσηγύ, τὸ ἐν μέσῳ μέρος, τὸ μεταξύ, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 108, Ἱππ. 792G· τὸ μεσηγὺ ἥματος, τὸ μέσον τῆς ἡμέρας, ἡ μεσημβρία, μεσημέρι, Θεόκρ. 25. 216, πρβλ. 237. IV. ἐπὶ ποιότητος, Ὀρφ. Ἀποσπ. 19. 12. - Ἐπικ. λέξ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἱπποκρ. [ῠ πλὴν ἐν ἄρσει, Ὀδ. Δ. 845, μεσσηγὺς Ἰθάκης τε...]