εἰσπίπτω

From LSJ
Revision as of 11:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσπίπτω Medium diacritics: εἰσπίπτω Low diacritics: εισπίπτω Capitals: ΕΙΣΠΙΠΤΩ
Transliteration A: eispíptō Transliteration B: eispiptō Transliteration C: eispipto Beta Code: ei)spi/ptw

English (LSJ)

fut. -πεσοῦμαι: aor. -έπεσον:—

   A fall into, generally with a notion of violence, rush or burst in, ἐς τὰς πόλιας Hdt.5.15; ἐς τὰς νέας Id.8.56; ἐς οἴκημα Th.2.4, etc.; of the sea, Id.4.24 : poet. c. dat., ἐσπίπτει δόμοις E.Ion 1196.    2 simply, fall into, ἐς χωρίον Th.1.106; ἐς χαράδρας Id.3.98, etc.; ἐς.ἐς εἱρκτήν to be thrown into prison, Id.1.131: in Poets, c.acc., ἐσπεσοῦσα δικτύων βρόχους E.Or. 1315; ὄχλον γὰρ ἐσπεσεῖν ᾐσχυνόμην to go into the crowd, Id.Hel. 415; ἐς. πέπλους seek shelter within my robes, Id.Tr.1181; πτέρυγας ἐσπίτνων ἐμάς ib.751; κτύπου κέλευθον ἐσπεσόντος a noise having come into the street, Id.Or.1312.    3 fall into a certain condition, δούλειον ἦμαρ εἰ. Id.Andr.99; ξυμφοράν ib.983; γῆρας Id.Ion700: in Th.4.4 ἐνέπεσε shd. be read.    II make an onset, attack, Hdt. 1.63, S.Aj.55; ἐ. ἐς τὸν πεζόν Hdt.4.128; ἐς τοὺς ἀγρούς Th.2.22; ἐπὶ τὰς θύρας 'besiege the door', Plu. Oth.17.    III come in, of payments, Meyer Ostr.82.4 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 745] (s. πίπτω), hineinfallen, hineingerathen; εἰς χαράδρας Thuc. 3, 98; εἰς τοὺς λόγους Plat. Lys. 222 d; εἰς τὰ ἴχνη, auf die Fährte kommen, Xen. Cyn. 3, 5; εἰς τὴν εἱρκτήν, ins Gefängniß kommen, d. i. geworfen werden, Thuc. 1, 131 u. Sp.; auch ξυμφοράν, πολιὸν γῆρας, Eur. Andr. 984 Ion 700; δόμοις Ion 1196. – Häufiger = feindlich eindringen; Soph. Ai. 55; Her. 1, 63; Thuc. 4, 68; ἔξωθεν Plat. Legg. VII, 814 a; Xen. Hell. 7, 1, 18; εἴς τι Thuc. 2, 25; vom Meere 4, 24; ἐπί τι Plut. Oth. 17. – Uebertr., τοῖς στρατιώταις ὁρμὴ εἰσέπεσε ἐκτειχίσαι τὸ χωρίον, es fiel ihnen ein, Thuc. 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι: ἀόρ. -έπεσον: ― πίπτω ἐντός, πίπτω μέσα εἰς..., ἀλλὰ συνήθως μεθ’ ὁρμῆς ἢ βίας, εἰσορμῶ, ἐπιφαίνομαι ἐξαίφνης, ἐς πόλιν Ἡρόδ. 5. 15˙ ἐς τὰς νέας ὁ αὐτ. 8. 56˙ ἐς οἴκημα Θουκ. 2. 4, κτλ.˙ ἀπολ., ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ὁ αὐτ. 4. 24: ― ποιητ. μετὰ δοτ. ἐσπίπτει δόμοις Εὐρ. Ἴων 1196: ἀπολ., Σοφ. Αἴ. 35. 2) ἁπλῶς πίπτω ἐντὸς εἰς, οἱ δὲ νικώμενοι ὑπεχώρουν˙ καί τι αὐτῶν μέρος... προσβιασθέν... ἐσέπεσεν ἔς του χωρίον ἰδιώτου Θουκ. 1. 106˙ ἐς χαράδρας ὁ αὐτ. 3. 98, κτλ.˙ ἐσπ. ἐς εἱρκτήν, ῥίπτομαι εἰς φυλακήν, ὁ αὐτ. 1. 131˙ οὕτω, παρὰ ποιηταῖς, μετ’ αἰτ. ἐσπεσοῦσα δικτύων βρόχους Εὐρ. Ὀρ. 1315˙ ὄχλον γὰρ ἐσπεσεῖν ᾐσχυνόμην, νὰ ὑπάγω εἰς τὸ πλῆθος ᾐσχυνόμην, ὁ αὐτ. Ἑλ. 415˙ εἰσπ. πέπλους, ζητεῖν καταφύγιον ὑπὸ τοὺς πέπλους, ὁ αὐτ. Τρῳ. 1181˙ κτύπου κέλευθον ἐσπεσόντος, ἐλθόντος, γενομένου θορύβου ἐν τῇ ὁδῷ, ὁ αὐτ. Ὀρ. 1312. 3) περιέρχομαι εἵς τινα κατάστασιν, εἰσπ. δούλειον ἦμαρ ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 99˙ ξυμφορὰν αὐτόθι 983˙ γῆρας ὁ αὐτ. Ἴων 700˙ παρὰ Θουκ. 4. 4 ἤδη διορθοῦται ἐπέπεσε. ΙΙ. ἐπιπίπτω, προσβάλλω, τινὰ Ἡρόδ. 1. 63, Σοφ. Αἴ. 55˙ ὡσαύτως, ἐσπ. ἐς τὸν πεζὸν Ἡρόδ. 4. 128˙ πρὸς τὴν πόλιν Θουκ. 4. 25.