μεταβατικός
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
ή, όν,
A able to pass from one place to another, τὸ μ. ἀφ' ἑτέρου εἰς ἕτερον Placit.4.8.6; μ. κίνησις motion involving change of place, ib.4.6.1, Ph. 1.397, S.E.M.9.195; μ. ὄργανα organs of motion, Gal.4.546. Adv. -κῶς, κινεῖν Placit.3.13.3, cf. Ph.1.176, Alex.Aphr.in Top.43.32. 2 discursive, φαντασία μ. καὶ συνθετική S.E.M.8.276, cf. Procl.in Prm. p.628 S., in Ti.1.244 D. Adv. -κῶς Id. in Prm.l.c., in Ti.1.246 D.; by the process of analogical or discursive reasoning, εἰ καὶ τὸ νοητὸν μ. ἀπὸ τοῦ αἰσθητοῦ νοοῦμεν S.E.M.3.25; νοῦν . . ἅμα πάντα γιγνώσκοντα καὶ οὐ μ. Dam.Pr.100; opp. ἀμεταβάτως, Procl.Inst.211. II exchanging, bartering: τὸ -κόν the petty dealers, dub. in Hippodam. ap. Stob.4.1.94 (leg. -βλᾱτικόν). III Gramm., not reflexive, of pronouns, A.D.Pron.24.15. Adv. -κῶς ib.44.14.
German (Pape)
[Seite 144] ή, όν, zum Uebergehen, Weggehen geneigt, Sp. Bei den Gramm. ῥήματα, verba transitiva. – Adv., Schol. Theocr. 1, 3.
Greek (Liddell-Scott)
μεταβᾰτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος να μεταβῇ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, εὐκόλως κινούμενος, Πλούτ. 2. 900Α, Μελέτ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 3. 31· μ. κίνησις, ἡ ἐνέχουσα ἀλλαγὴν τόπου, Πλούτ. 2. 899Β· ― οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., μεταβατικῶς κινεῖσθαι αὐτόθι 896Α· οὐ μ., ἀλλὰ στρεπτικῶς, οὐχὶ διὰ μεταβάσεως ἀλλὰ διὰ στροφῆς, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 850D. ΙΙ. ὁ μεταλλάσσων, ἀνταλλάσσων, τὸ -κόν, οἱ μικρέμποροι, Ἱπποδάμ. παρὰ Στοβ. 249. 5. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ., ὁ δηλῶν ἐνέργειαν μεταβαίνουσαν εἰς ἕτερον, ἐπὶ ῥημάτων, Ἀπολλ. Δύσκ. π. Ἀντωνυμ. 315C, 316C, 375A, 289C. ― Ἐπίρρ., μεταβατικῶς, αὐτόθι 315C, πρβλ. διαβατικός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
t. de gramm. transitif.
Étymologie: μεταβαίνω.