περίνεως

From LSJ
Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίνεως Medium diacritics: περίνεως Low diacritics: περίνεως Capitals: ΠΕΡΙΝΕΩΣ
Transliteration A: períneōs Transliteration B: perineōs Transliteration C: perineos Beta Code: peri/news

English (LSJ)

ὁ, gen. νεω, nom. pl. νεῳ, (ναῦς, Att. gen. νεώς)

   A supernumerary or to spare in a ship, κῶπαι περίνεῳ IG22.1607.9, 19, al.; π. ὁ δεύτερος ἱστὸς καὶ . . τὰ διττὰ τῆς νεὼς σκεύη, Hsch., cf. Phot.; of persons, supercargo, passenger, opp. πρόσκωπος, Th.1.10 ; opp. ναύτης, Ael.NA2.15, Anon. ap. Suid.; opp. αὐτερέτης, Procop.Vand.1.11, cf. Philostr.VA6.12, Phot.; but, marines, opp. τριηρῖται, D.C.49.1 : in sg., petty officer, gen. -νέου Artem.1.35.

German (Pape)

[Seite 583] ὁ, der auf dem Schiffe Ueberzählige, der keine Dienste thut auf dem Schiffe, der bloße Passagier; περίνεως πολλοὺς συμπλεῖν, den πρόσκωποι entgeggstzt, Thuc. 1, 10; dem ναύτης entggstzt, Ael. H. A. 2, 15; vgl. Poll. 1, 95. – Ader auch adj., wie Phot. erkl. ὁ δεύτερος ἱστὸς καὶ πάντα τὰ περιττὰ τῆς νεὼς σκεύη; u. so kommt in den Inscr. (Att. Seew.) αἱ περίνεῳ, sc. κῶπαι, vor.

Greek (Liddell-Scott)

περίνεως: ὁ, γεν. -νεω, πληθ. ὀνομ. -νεῳ· (ναῦς, Ἀττ. γεν. νεώς)· - ὁ ἐν πλοίῳ ὑπεράριθμοςπεριττός, αἱ περίνεῳ κῶπαι, αἱ ὑπεράριθμοι, Böckh. Urkund σ. 121· - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίνεως· ὁ δεύτερος ἱστὸς καὶ ... τὰ διττὰ τῆς νεὼς σκεύη», πρβλ. Φώτ.· - ἐπὶ προσώπων, ἐπιβάτης ἁπλοῦς, τὸ αὐτὸ καὶ πλωτήρ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρόσκωπος, Θουκ. 1. 10· πρὸς τὸ ναύτης Αἰλ. π. Ζ. 2. 15, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., πρβλ. Φιλόστρ. 250. - Κατὰ Φώτ. «περίνεως: τοὺς περιττοὺς καὶ ἔξω τῶν ὑπηρεσιῶν»· - ἀλλὰ παρὰ Δίωνι Κ. 49. 1, οἱ περίνεῳ, εἶναι οἱ περιττοὶ ναῦται, ἡ ἐφεδρεία αὐτῶν, καὶ παρ’ Ἀρτεμιδ. 1. 35, ὁ περίνεως, φαίνεται ὅτι εἶναιἔσχατος τῶν ὑπαξιωματικῶν.

French (Bailly abrégé)

ω (ὁ) :
passager sur un navire.
Étymologie: περί, ναῦς.