μονόω

From LSJ
Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόω Medium diacritics: μονόω Low diacritics: μονόω Capitals: ΜΟΝΟΩ
Transliteration A: monóō Transliteration B: monoō Transliteration C: monoo Beta Code: mono/w

English (LSJ)

Ep. and Ion. μουνόω, Od. 16.117, Hdt. (v. infr.); but μον- in Il.11.470: (μόνος):—

   A make single or solitary, ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε Κρονίων made our race single, i. e. allowed but one son in each generation, Od.16.117; μ. τὸν Φίλιππον leave him isolated, Plb.5.16.10; get alone, τινὰ ἐν σπήλυγγι AP9.451; strip of predicates, make unique, [θεόν] Plot.6.8.15.    II more freq. in Pass., to be left alone, forsaken, ἐνὶ Τρώεσσι μονωθείς Il. l. c.; μουνωθέντα παρ' οἴεσιν ἢ παρὰ βουσίν Od.15.386; ἐμουνοῦντο they were left each man by himself, Hdt. 8.123; μουνωθέντα taken apart, without witnesses (v. l. for μουνόθεν), Id.1.116; γυνὴ μονωθεῖσ' οὐδέν A.Supp.749; of animals when hunted, X.Cyn.9.9; when left solitary, Arist.HA578b33; of the soul, to be separated from the body, Diog.Oen.36; of things, to be taken alone, Arist.EN1096b17; to be isolated in thought, Dam.Pr.195.    2 c. gen. pers., μεμουνωμένοι συμμάχων deserted by allies, Hdt.1.102, cf. 6.15, 7.139; μονωθεὶς δάμαρτος, σοῦ μονούμενος, E.Alc.296, 380; δεσποτῶν μονούμενος Id.Rh.871; μονωθεῖσ' ἀπὸ πατρός Id.IA669; μονωθεὶς μετ' ὀλίγων Th.6.101: abs., μεμονωμένων εἰ κρατήσειαν Id.2.81, cf. 5.40,58. b. c. gen. rei, μεμονωμένοι τῆς τῶν ἱππέων βοηθείας bereft of... D.S.19.43; μονούμενος τῶν ἀγαθῶν separated from... Pl.Lg. 710b; μονωθεῖσαι φρονήσεως without... Id.Ti.46e; μονωθεὶς ἐκ τῆς εἱρκτῆς, i. e. set free from... Id.Ax.370d.

German (Pape)

[Seite 206] ion. u. ep. μουνόω, v ereinze ln, machen, daß Etwas einzeln oder einsam ist; ὧδε γὰρ ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε Κρονίων, Od. 16, 117. er machte das Geschlecht einzeln, daß immer nur ein Sohn da war, vgl. die folgdn Verse; häufiger im pass., δείδω μή τι πάθῃσιν ἐνὶ Τρώεσσι μονωθείς, Il. 11, 470, allein gelassen od. verlassen, vgl. Od. 15, 386; γυνὴ μονωθεῖσ' οὐδέν, Aesch. Suppl. 730; δεσποτῶν μονοὐμενος, Eur. Rhes. 871; μονωθεὶς σῆς δάμαρτος, Alc. 297, beraubt; auch μονωθεῖσ' ἀπὸ πατρὸς καὶ μητέρος, I. A. 669. – In Prosa; μεμουνωμένοι συμμάχων, Her. 1, 102. 6, 15, öfter; μεμονῶσθαι, Thuc. 4, 126; μονωθεὶς μετ' ὀλίγων, 6, 101; ὅταν πυρὸς ἀποχωρισθὲν ἀέρος τε μονωθῇ, Plat. Tim. 59 e, vgl. 46 e, öfter; Xen. u. Folgde; αὔταρκες, ὃ μονοὺμενον, allein, für sich, αἱρετὸν ποιεῖ τὸν βίον, Arist. Eth. 1, 7; dem μεθ' ἑτέρου entgeggstzt, 10, 23; μεμονωμένοις πάσης βοηθείας, von aller Hülfe entblößt, D. Sic. 19, 39; auch absol. μεμονωμένοι, Plut. Them. 9; μονώσαντες τὸν Φίλιππον, nachdem sie ihn von allen Bundesgenossen entblößt hatten. Pol. 5, 16, 10.

Greek (Liddell-Scott)

μονόω: μέλλ. -ώσω· Ἐπικ. καὶ Ἰων. μουνόω, Ἡρόδ., καὶ ἐν τῇ Ὀδ.· ἀλλ’ ἐν τῇ Ἰλ. μον-, ἴδε κατωτ.· (μόνος). Κάμνω τι νὰ μείνῃ μεμονωμένον, ἀπομονῶ, ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε Κρονίων, ἀπεμόνωσε τὸν οἶκόν μας, δηλ. ἐπέτρεψε μόνον ἕνα υἱὸν εἰς ἑκάστην γενεάν, «ἀρρένων παίδων ἐστέρησε τῶν ἐπέκεινα τοῦ ἑνὸς» (Εὐστ.), Ὀδ. Π. 117· καταπληξάμενοι τὸν Ἄρατον, καὶ μονώσαντες τὸν Φίλιππον, ἀπομονώσαντες αὐτόν, Πολύβ. 5. 16, 10· ἀφίνω ἐν ἀπομονώσει, ἐν ἐρημίᾳ, τινα ἐν σπήλυγγι Ἀνθ. Π. 9. 451. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθητ., καταλείπομαι μόνος, ἐνὶ Τρώεσσι μονωθεὶς Ἰλ. Λ. 470· μουνωθέντα παρ’ οἴεσιν ἢ παρὰ βουσὶν Ὀδ. Ο. 386· ἐμουνοῦντο, ἀπεμονοῦντο, Ἡρόδ. 8. 123· μουνωθέντα, ἀπομονωθέντα, ὁ αὐτ. 1. 116· γυνὴ μονωθεῖσ’ οὐδὲν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 748· οὕτως ἐπὶ ζῴων, μεμονωμένος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 29, 6· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, λαμβάνομαι μεμονωμένος, Πλάτ. Νόμ. 710Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 6, 10, κ. ἀλλ. 2) μετὰ γεν. προσ., μεμουνωμένοι συμμάχων, ἐγκαταλελειμμένοι ὑπὸ τῶν συμμάχων, ὁ αὐτ. 1. 102, πρβλ. 6. 15., 7. 139· σοῦ μονούμενος, μονωθεὶς δάμαρτος Εὐρ. Ἄλκ. 296, 380· οὕτω, μονωθεῖσα ἀπὸ πατρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 669, πρβλ. μόνος Ι· μονωθεὶς μετ’ ὀλίγων Θουκ. 6. 101· καὶ ἀπολ., μεμονωμένων εἰ κρατήσειαν ὁ αὐτ. 2. 81, πρβλ. 5. 40, 58. β) μετὰ γεν. πράγμ., μεμονωμένος βοηθείας, ἐστερημένος..., Διόδ. 19. 43· μονούμενος τῶν ἀγαθῶν, χωριζόμενος ἀπό..., Πλάτ. Νόμ. 710Β· μονωθεῖσαι φρονήσεως, ἄνευ..., ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 46Ε· μονωθεὶς ἐκ τῆς εἱρκτῆς, δηλ. ἀπολυθείς, ἐλευθερωθεὶς ἐκ..., ὁ αὐτ. ἐν Ἀξιόχ. 370D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 réduire à un;
2 isoler, laisser seul ; Pass. être isolé : τινος, être dégagé de qch (d’un lien, etc.) ; ἀπό τινος EUR être séparé de qqn.
Étymologie: μονός.