ἀντιποιέω

From LSJ
Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιποιέω Medium diacritics: ἀντιποιέω Low diacritics: αντιποιέω Capitals: ΑΝΤΙΠΟΙΕΩ
Transliteration A: antipoiéō Transliteration B: antipoieō Transliteration C: antipoieo Beta Code: a)ntipoie/w

English (LSJ)

   A do in return, ταῦτα Pl.Cri.50e; ἀντ' εὖ ποιεῖν Id.Grg. 520e; οἱ μὴ ἀντιποιοῦντες εὖ Arist.Rh.1397b7; κακῶς μὲν πάσχοντας, ἀντιποιεῖν δὲ οὐ δυναμένους X.An.3.3.12, cf. ib.7; ἀ. κακῶς τὸν ἄρξαντα Muson.Fr.10p.56H.; ἀ. τὸ αὐτό Arist.EN1138a22:—Pass., to have done to one in turn, LXXLe.24.19.    II Med. (aor. Pass. in Luc. DMort.29.2), c. gen., exert oneself about a thing, seek after it, ἀ. τῶν σπουδαίων Isoc.1.2; lay claim to, τῆς πόλεως Th.4.122; ἀρετῆς Isoc. 6.7; τῆς τέχνης, τῶν νικητηρίων, Pl.Men.90d, Phlb.23a; τοῦ πρωτεύειν D.10.52; τῆς θαλάττης Antiph.190.11; τῶν ἐν τῇ Ἑλλάδι πραγμάτων D.Chr.11.62; οἱ Δωριεῖς ἀντιποιοῦνται τῆς τραγῳδίας Arist.Po.1448a30: also c. inf., ἀ. ἐπίστασθαί τι lay claim to knowing... Pl.Men.91c, cf. Hp.Mi.363a: c. acc., τὴν κληρονομίαν Michel546.16 (Cappad., i B. C.).    2 contend with one for a thing, ἀ. τινὶ τῆς ἀρχῆς X.An. 2.1.11, 2.3.23; more rarely τινὶ περί τινος ib.5.2.11; τινὸς πρός τινα Arr.Epict.1.29.9.    3 abs., set up opposition, Pl.Prt.336c, Arist. Pol.1314a12; maintain resistance, Plb.2.9.5, 21.25.6.

German (Pape)

[Seite 259] dagegenthun, vergelten, Plat. Crit. 50 e; ἀντ' εὖ ποιεῖν Gorg. 520 e; vgl. Xen. An. 3, 3, 12 κακῶς πάσχειν, ἀντιποιεῖν δ' οὐδέν. – Gew. med., τινός, Anspruch auf etwas machen, bes. a) sich einer Sache befleißigen, sie sich aneignen, τέχνης, νικητηρίων, Plat. Men. 90 d Phil. 23 a; παιδείας Isocr. 1, 2; Is. 8, 4; ἀρετῆς Xen. An. 4, 7, 12; – b) mit Gewalt sich bemächtigen, τῆς πόλεως Thuc. 4, 122; τινὶ ἀρχῆς, Einem die Herrschaft streitig machen, An. 2, 1, 11. 3, 23; oft bei Pol. = einnehmen, erringen, τόπων, πραγμάτων, νίκης, 2, 27. 5, 42. 16, 8 u. sonst; auch Plut.; vgl. Dem. 10, 52; mit Einem wetteifern, τινὶ περὶ ἀνδραγαθίας Xen. An. 5, 2, 11. – Mit Auslassung der behaupteten Sache, Widerstand leisten, Pol. 2, 9. 22, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιποιέω: ἀντίθετον τῷ ἀντιπάσχω, ποιῶ τι εἰς τὸν ποιοῦντά τι εἰς ἐμέ, καὶ σοὶ ταῦτα ἀντιποιεῖν οἴει δίκαιον εἶναι; Πλάτ. Κρίτων 50Ε· ἀντ’ εὖ ποιεῖν ὁ αὐτ. Γοργ. 520Ε· οἱ μὴ ἀντιποιοῦντες εὖ Ἀριστ. Ρητ. 2.2, 17 (ἴδε ἐν λέξει ἀντευπάσχω)· κακῶς πάσχειν οὐδὲν δ’ ἀντιποιεῖν, καὶ μὴ ἀνταποδιδόναι τὸ κακόν, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 12· ἀντ. τινά τι αὐτόθι 3. 3, 7· ἀντ. τὸ αὐτὸ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 11, 5: ― Παθ., ἀντιποιηθήσεται, ἀνταποδοθήσεται, «καὶ ἐάν τις δῷ μῶμον τῷ πλησίον, ὡς ἐποίησεν αὐτῷ ὡσαύτως ἀντιποιηθήσεται αὐτῷ» Ἑβδ. (Λευϊτ. κδ΄, 19). ΙΙ. Μεσ. (ἀόρ. παθ. ἐν Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 29). 2) μ. γεν. ἐπιζητῶ, ἐπιδιώκω τι, παιδείας ἀντιποιουμένους Ἰσοκρ. 1Β (ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπῳ)· ἔχω ἢ ἐγείρω ἀξιώσεις ἐπί τινος, Λατ. sibi arrogare, τῆς πόλεως Θουκ. 4. 122· ἀρετῆς Ἰσοκρ. 117D· τῆς τέχνης, τῶν νικητηρίων Πλάτ. Μένων 90D, Φίλ. 23Α· τοῦ πρωτεύειν Δημ. 145. 8· τῆς θαλάττης Ἀντιφάν. ἐν «Πλουσίοις» 1. 11· οἱ Δωριεῖς ἀντιποιοῦνται τῆς τραγῳδίας Ἀριστ. Ποιητ. 3. 5: ― ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., ἀντιποιουμένων τι ἐπίστασθαι, καυχωμένων, ἀξιούντων ὅτι γνωρίζουσί τι, Πλάτ. Μένων 91C, πρβλ. τοῦ αὐτοῦ, Ἱππ. Ἐλάσσ. 363Α. 2) διαμφισβητῶ πρός τινα περί τινος, προβάλλω δικαιώματα, τίς γὰρ αὐτῷ ἐστιν ὅστις τῆς ἀρχῆς ἀντιποιεῖται; Ξεν. Ἀν. 2. 1, 11., 2. 3, 23· σπανιώτερον, τινὶ περί τινος αὐτόθι 5. 2, 11· τινὸς πρός τινα Ἀρρ. Ἐπικτ. 1 29, 9. 3) ἀπολ., δρῶ ὡς ἀντίπαλος, τοὺς μὲν πολεμίους, τοὺς δ’ οὐκ ἀντιποιουμένους Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 14. 4) ἔχω κατοχὴν τόπου τινός, ἔχω αὐτὸν ὑπὸ τὴν ἐμὴν ἐξουσίαν, συνέβη τοὺς Ἰλλυριούς, ἐπὶ πολὺν χρόνον ἀντιποιουμένους, τέλος ἐκπεσεῖν ἐκ τῆς πόλεως Πολύβ. 2. 9, 5.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire à son tour ou en retour : ἀγαθὰ ἀ. τινα XÉN rendre à qqn le bien pour le bien ; κακῶς πάσχειν, οὐδὲν δ’ ἀ. XÉN subir de mauvais traitements sans rendre la pareille;
Moy. ἀντιποιέομαι-οῦμαι;
1 faire valoir ses droits sur, gén.;
2 faire effort pour, disputer la possession de, s’arroger ; τινί τινος, τινι περί τινος disputer à qqn la possession de qch.
Étymologie: ἀντί, ποιέω.