ἀλίβας

From LSJ
Revision as of 19:28, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

δύστανοι καὶ πολύμοχθοι ματέρες Ἅιδᾳ τίκτουσαι τέκναwretched and much-enduring mothers, giving birth to children for Hades

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλίβας Medium diacritics: ἀλίβας Low diacritics: αλίβας Capitals: ΑΛΙΒΑΣ
Transliteration A: alíbas Transliteration B: alibas Transliteration C: alivas Beta Code: a)li/bas

English (LSJ)

αντος, ὁ,

   A dead body, corpse, ἔνεροι καὶ ἀλίβαντες Pl.R. 387c, cf. IPE12.519 (Cherson.).    2 dead river, i.e. Styx, S.Fr. 790 (cf. 994).    3 dead wine, i.e. vinegar, Hippon.102; ἔβηξαν οἷον (v.l. οἶνον) ἀλίβαντα (or ἁλίβ-, i.e. οἱ ἀλίβ-) πίνοντες Call.Fr. 88; cf. EM63.52. (Ancient Gramm. derived the word fr. ἀ- priv., λιβάς and gave it the meaning dry, withered, cf. Did. ap. Sch.Ar.Ra. 186, Corn.ND35, Plu.2.736a; the quantity of the first a is dub.)

German (Pape)

[Seite 95] αντος, ὁ (von λιβάς, nach den Alten, ohne Lebenssaft, dem διερός entgegengesetzt), der Todte, Soph. frg. 751; ἔνεροι καὶ ἀλίβαντες, Plat. Rep. III, 387 c (Schol. διὰ τὴν λιβάδος ἀμεθεξίαν); Plut. Symp. VIII, 10, 3 verbindet es mit σκελετός, beide Namen seien von der ξηρασία hergenommen; Call. frg. 88 soll nach E. M. οἶνος ἀλ. (entweder todter Wein, der kein Wein ist, oder der sich nicht zu Spenden eignet) Essig sein.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλίβας: αντος, ὁ, πτῶμα νεκροῦ, Ἱππῶναξ. 102· ἔνεροι κατ᾿ ἀλίβαντες, Πλάτ. Πολ. 387C· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 188, 196. 2) ὁ ποταμὸς τῶν νεκρῶν, ὅ ἐ. ἡ Στύξ, Σοφ. Ἀποσπ. 751· πρβλ. 831. 3) οἶνος μεταβεβλημένος, δηλ. ὄξος· ἔβηξαν οἷον (ἑτέρα γραφὴ οἶνον) ἀλίβαντα πίνοντες, Καλλ. Ἀπόσπ. 88· ἴδε Ἐτυμ. Μ. 63. 52. (Οὐδὲν εἶναι γνωστὸν περὶ τῆς ἀρχῆς τῆς λέξεως διότι ἡ γνώμη τῶν γραμμ. ὅτι κυρίως σημαίνει ξηρός, ἐξηραμμένος (α στερητ. καὶ λιβάς) ἀναιρεῖται ἐκ τοῦ ὅτι ἡ ποσότης εἶναι ᾱλίβας. Ὁ Ἡσύχιος ἀναφέρει Λακων. λέξ. ἀκχαλίβαρ = κράββατος, ὅπερ πιθανὸν νὰ ἔχῃ συγγένειάν τινα πρὸς αὐτό).

French (Bailly abrégé)

αντος;
adj.
sans suc, sans sève ; desséché, mort ; subst.ἀλίβας SOPH le fleuve des enfers.
Étymologie: ἀ, λείβω.