ἀφρός

From LSJ
Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφρός Medium diacritics: ἀφρός Low diacritics: αφρός Capitals: ΑΦΡΟΣ
Transliteration A: aphrós Transliteration B: aphros Transliteration C: afros Beta Code: a)fro/s

English (LSJ)

ὁ,

   A foam, of the sea, ῥόος Ὠκεανοῖο ἀφρῷ μορύρων Il.18.403, etc.; of a river, 5.599.    2 of persons and animals, foam, slaver, froth, περί τ' ἀ. ὀδόντας γίγνεται 20.168; ἀ. περὶ στόμα Hp.Aph.2.43, cf. Ev.Luc.9.39; μέλαν' ἀπ' ἀνθρώπων ἀφρόν frothy blood, A.Eu.183, cf. Fr.372; θρομβώδεις ἀφροί S.Tr.702; βακχίου παλαιγενοῦς ἀφρῷ, of wine, Antiph.237; κύλικα . . ἀφρῷ ζέουσαν Theophil.2.    II ἀφρὸς νίτρου, = ἀφρόνιτρον, Hp.Mul.1.75; . alone, Arist.Col.794a20.    2 ἀ. αἵματος, = σπέρμα, Diog.Apoll.A 24 D.    III a kind of ἀφύη, Arist.HA569a29, b28, Ath.7.325b; Ionic, acc. to Archestr. Fr.9.2, but cf. Hsch. s.v. ἀφύων τιμή. (ṃbhrós, cf. Skt. abhrám 'cloud', Lat. imber.)

German (Pape)

[Seite 415] ὁ, 1) Schaum, vonHom. an überall; Geifer des wüthenden Löwen Il. 20, 168; vgl. Aesch. Ch. 174; θρομβώδη ἀφρὸν ἀναζέουσι Soph. Trach. 699; vom Geifer auch Luc. Alex. 12 u. sonst. – 2) der Fisch, der sonst ἀφύη heißt, Archestrat. bei Ath. VII, 285 b; Arist. H. A. 6, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφρός: ὁ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, τῆς θαλάσσης, ῥόος Ὠκεανοῖο ἀφρῷ μορμύρων Ἰλ. Σ. 403, κτλ.· ποταμοῦ, Ε. 599: ― ὡσαύτως ἐπὶ ὠργισμένου λέοντος, περὶ δ’ ἀφρὸς ὀδόντας γίγνεται 20. 168· ἀφρὸς περὶ στόμα Ἱππ. Ἀφ. 1246· μέλαν’ ἀπ’ ἀνθρώπων ἀφρόν, ἀφρῶδες αἷμα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 183, πρβλ. Ἀποσπ. 434· θρομβώδεις ἀφροὶ Σοφ. Τρ. 702· βακχίου παλαιγενοῦς ἀφρῷ, ἐπὶ οἴνου, Ἀντιφάν. ἐν. Ἀδήλ. 15· κύλικα… ἀφρῷ ζέουσαν Θεόφιλος ἐν «Βοιωτία» 1. ΙΙ. ἀφρὸς νίτρου, ἴδε ἐν λ. ἀφρόνιτρον, ἴδε Ἱππ. 621. 47, Θεοφρ. Ἀποσπ. 20. 21. ΙΙΙ. ὁ θαλάσσιος γόνος, ὁ ἄλλως ἀφύηἀφρύη ὀνομαζόμενος, ὅστις ἐπιστεύετο ὅτι ἐγεννᾶτο ἐκ τῆς ἄμμου, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15. 4. κἑξ., Ἀθήν. 325Β. Ἴσως συγγενὲς τῷ ὄμβρος, imber, πρβλ. Σανσκρ. abhram (νεφέλη), ambu (ὕδωρ), ἴδε ἀφρῖτις.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
écume.
Étymologie: cf. ὄμβρος, lat. imber.