ἀνάκυρτος
From LSJ
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
ον,
A curved upwards or backwards, Gloss.
German (Pape)
[Seite 194] aufwärts gebogen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκυρτος: -ον, ὁ κεκαμμένος πρὸς τὰ ἄνω ἢ πρὸς τὰ ὀπίσω, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀνάκυρτος, -ον)
ο κυρτωμένος προς τα επάνω ή προς τα πίσω, καμπουρωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + -κυρτός < κυρτός.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανακυρτώνω].