φάλαρα

From LSJ
Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

German (Pape)

[Seite 1253] τά (vgl. φαλαρός u. φαλός), ein blanker, metallner Haupt- od. Helmschmuck der Krieger, der zugleich zur Bedeckung diente, wahrscheinlich der die Backen schirmende Theil des Helms, entweder zwei an den Backen anliegende Metallplatten, Backenstücke, od. mehrere unter dem Kinn verbundene, mit blanken metallnen Schuppen belegte Riemen; Il. 16, 106; vgl. Buttm. Lexil. II p. 246 u. Schol. Il. 5, 743: φάλαρα οἱ ἐν ταῖς παραγναθίσι κρίκοι, δι' ὧν αἱ παραγναθίδες καταλαμβάνονται τῆς περικεφαλαίας. – Den sing. φάλαρον τιάρας hat nur Aesch. Pers. 652, vom Kopfschmucke der alten Perserkönige, wo auch wohl die herabhangenden Backenbedeckungen zu verstehen sind, deren Strab. XV p. 734 gedenkt, u. die noch auf parthischen Münzen wahrgenommen werden. – Auch die Backenstücke am Zaume der Pferde und Maulthiere, alles zu ihrem Kopfzeuge Gehörige, und übh. jeder blanke Pferdeschmuck, Her. 1, 215; κατ' ἀμπυκτήρια φάλαρα πώλων Soph. O. C. 1070; vgl. Eur. Suppl. 586; Xen. Hell. 4, 1,39; Pol. 6, 39, 3; das lat. phalerae.

Greek (Liddell-Scott)

φάλᾰρα: [ᾰ], τά, (φάλος) ἅπαξ παρ’ Ὁμ. Ἰλ. Π. 106, ἔνθα φαίνεται ὅτι σημαίνουσι κοσμήματά τινα ἐξέχοντα ἢ κρίκους κατὰ τὰ πλάγια τῆς περικεφαλαίας, εἰς ἃ προσεδένοντο οἱ ἱμάντες οἱ διερχόμενοι ὑπὸ τὴν σιαγόνα (ἰδὲ Σχόλ. Ἐνετ. ἐν τόπῳ)· πρβλ. φάλος ἐν τέλει· ― τὸ ἑνικὸν φάλαρον τιάρας ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 661, βασιλείου τιάρας φάλαρον πιφαύσκων, «φαίνων, δεικνύων τῆς περικεφαλαίας τὸν λόφον» (Σχόλ.). ΙΙ. ἀκολούθως, προμετωπίδες, ἀσπιδίσκοι, κοσμήματα κατὰ τὸ μέτωπον τῶν ἵππων, ἢ σκεπάσματα τῶν γνάθων, χαλινοὶ καὶ ἄλλα ἱπποκόσμια, Φώτ., Ἡσύχ., Λατιν. phalĕrae, Ἡρόδ. 1. 215, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 39· ἀμπυκτήρια φάλ. πώλων Σοφ. Ο. Κ. 1070 (ἔνθα ὅμως ὁ Schneidew. ἀπορρίπτει τὴν λέξιν ὡς γλώσσημα, ἰδὲ σημ. Jebb), πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 586. 2) κοσμήματα καθόλου, Πλούτ. 2. 528Α, Δίων Χρυσ. 2. 423.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
1 plaques de métal brillant qui descendaient du casque sur les joues et se fixaient sous le menton à l’aide de courroies également plaquées;
2 caparaçons d’un cheval;
3 ornements pour la tête.
Étymologie: φάλος.