ἱδρώτιον
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
τό, Dim. of ἱδρώς, Hp.Epid.7.5.
German (Pape)
[Seite 1239] τό, dim. von ἱδρώς, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἱδρώτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἱδρώς, Ἱππ. 1210G.
Greek Monolingual
ἱδρώτιον, τὸ (Α)
ελαφρά εφίδρωση, λίγος ιδρώτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρώς, -ώτος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. δωμάτ-ιον, κοράσ-ιον)].