Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Full diacritics: μαζός | Medium diacritics: μαζός | Low diacritics: μαζός | Capitals: ΜΑΖΟΣ |
Transliteration A: mazós | Transliteration B: mazos | Transliteration C: mazos | Beta Code: mazo/s |
A v. μαστός. II = μάξεινος, Epich.69.
μαζός: -οῦ, ὁ, «βυζί»· ἴδε ἐν λέξ. μαστός. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, μαζίνης, ὃ ἴδε.
οῦ (ὁ) :
sein :
1 sein de l’homme;
2 sein de femme;
3 cabillaud, poisson.
Étymologie: R. Μαδ, être plein de sève ; cf. lat. madeo.