δάμνημι
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
(v. also foreg.),
A = δαμάζω, τὴν μὲν . . δάμνημ' ἐπέεσσι Il.5.893; δάμνησι στίχας ἀνδρῶν ib.746, etc.; ἄνδρ' ἀγαθὸν πενίη δάμνησι Thgn.173; πενία . . δ. λαόν Alc.92:—Med., ἵμερον, ᾧ τε σὺ πάντας δαμνᾷ ἀθανάτους Il.14.199; ἀλλά με χεῖμα δάμναται Od.14.488; Ἔρος δ. νόον Hes.Th.122, cf. Archil.85, A.Pr.165, Q.S.11.25:—Pass., πυκνὰ καρήαθ' ὑφ' Ἕκτορι δάμνατο Il.11.309; μηδ' οὕτω Τρώεσσιν ἔα δάμνασθαι Ἀχαιούς 8.244; Ἀχαιοὺς Τρωσὶν δαμναμένους 13.16; δάμναμαι A.Supp.904 (lyr.); imper. μηκέτι δάμναο θυμόν Maiist.51: pf. part. δεδαμναμένα forced, seduced, Leg.Gort.2.13.
German (Pape)
[Seite 522] Nebenform von δαμνάω, δαμάω, δαμάζω; Homer: δάμνημι Iliad. 5, 893; δάμνησι Il ad. 5, 746. 8, 390. 21, 401 Odyss. 1, 100; medium: δάμνᾳ, statt δάμνασαι, wie δύνᾳ δύνασαι und ἐπίστᾳ ἐπίστασαι, Iliad. 14. 199. Bekker δαμνᾷ, medium von δαμνάω, Aristarch wahrscheinlich δάμνᾳ, s. Scholl.; δάμναται Odyss. 14, 488; passivum: δάμνατο Iliad. 11, 309; δάμνασθαι Iliad. 8, 244. 15, 376; δαμναμένους Iliad. 13, 16. 353. – Aesch. Suppl. 882; h. Ven. 17; Hes. Th. 122; Aesch. Prom. 164; Bacchyl. bei Plut. Num. 20.
Greek (Liddell-Scott)
δάμνημι: δαμάζω, τ ὴν μὲν … δάμνημ᾿ ἐπέεσσιν Ἰλ. Ε. 893· δάμνησι στίχας ἀνδρῶν αὐτόθι 746, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπ., ἵμερον, ᾧ τε σὺ πάντας δαμνᾷ ἀθανάτως Ἰλ. Ξ. 199· ἀλλά με χεῖμα δάμναται Ὀδ. Ξ. 488, πρβλ. Ἡσ. Θ. 122, Ἀρχίλ. 78, Αἰσχύλ. Πρ. 164. ‒ Παθ., ὑφ᾿ Ἕκτορι δάμνατο Ἰλ. Λ. 309· Τρώεσσιν ἔα δάμνασθαι Ἀχαιοὺς Θ. 244· Ἀχαιοὺς Τρωσὶν δαμναμένους Ν. 16· δάμναμαι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 904.
French (Bailly abrégé)
c. δαμάζω.