αὐλητρίς

From LSJ
Revision as of 19:33, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλητρίς Medium diacritics: αὐλητρίς Low diacritics: αυλητρίς Capitals: ΑΥΛΗΤΡΙΣ
Transliteration A: aulētrís Transliteration B: aulētris Transliteration C: avlitris Beta Code: au)lhtri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A flute-girl, Simon.178, Ar.Ach.551, X.HG2.2.23, Pl.Prt.347d, BCH6.24 (Delos, ii B. C.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλητρίς: -ίδος, ἡ, κόρη ἔχουσα ὡς ἐπάγγελμα τὸ αὐλεῖν ἐπὶ μισθῷ, αὐλήτρια, Λατ. tibicina, Σιμων. (;) 181, Ἀριστοφ. Ἀχ. 551, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 23, Πλάτ. Πρωτ. 347D· - πολλάκις ἀπεικονίζονται αὐλητρίδες ἐπὶ ἀρχαίων ἀγγείων αὐλοῦσαι ἐν συμποσίοις, ἴδε τὸν κατάλογον τῶν ἐν τῷ Βρετ. Μουσείῳ ἀγγείων ἀρ. 740. Ἴδε Γλωσσ. Παρατ. Κόντου σ. 194.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
joueuse de flûte.
Étymologie: αὐλητής.