συμπήγνυμι

From LSJ
Revision as of 19:24, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπήγνῡμι Medium diacritics: συμπήγνυμι Low diacritics: συμπήγνυμι Capitals: ΣΥΜΠΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: sympḗgnymi Transliteration B: sympēgnymi Transliteration C: sympignymi Beta Code: sumph/gnumi

English (LSJ)

and συμπηγνύω (Arist.Resp. 472a34, Epicur.Nat.14.5):—

   A put together, construct, frame, τάφον E. Supp.938; ψεύσταν λόγον Pi.N.5.29; στέγασμα Pl.Ti.73d; σύριγγα Theoc.8.23, etc.; τινὰ ἐξ ἄλλων Epicur.l.c.; τὴν οὐσίαν ἐκ . . Plu.2.1118e:—Med., construct for oneself, δίφρον Critias 2.11, cf. Luc. D Deor.25.3, Am.53; μηχανάς App.Mith.30.    2 Pass., with pf. 2 συμπέπηγα, to be compounded, Anaxag.4, Pl.Ti.46b; of the human frame, Hp.VM20, Them.Or.21.249c.    II make solid, congeal, condense, Il.5.902 (v. sub ἐπείγω 111.2); σ. τὸ σῶμα Arist. l.c., cf. Pl. Ti.85d:—Pass., with pf. 2, become solid, to be condensed, ib.59e,81b,91b, etc.; of calculi in the bladder, Hp..9.

German (Pape)

[Seite 987] u. -πηγνύω (s. πήγνυμι), zusammenfügen, verbinden, fest, dicht machen; γάλα συνέπηξεν, er machte die Milch gerinnen, Il. 5, 902; συνέπαξε λόγον, Pind. N. 5, 29; συμπήξας τάφον, Eur. Suppl. 962; μετὰ τοῦ ψύχους ξυμπηγνύασι, Plat. Tim. 85 d; u. pass., wie das intr. perf. II. act., fest werden, gerinnen, μυελὸν ξυμπεπηγότα 91 a, τὸ ἐπὶ γῆς ξυμπαγέν 59 e, u. öfter, u. Sp., wie Luc. D. D. 25, 3.

Greek (Liddell-Scott)

συμπήγνῡμι: καὶ -ύω· μέλλ. -πήξω. Πήγνυμι ὁμοῦ, συναρμόζω, κατασευάζω, τάφον Εὐρ. Ἱκέτ. 938· ψεύσταν λόγον Πινδ. Ν. 5. 53· στέγασμα Πλάτ. Τίμ. 73D· σύριγγα Θεόκρ. 8. 23, κτλ.· σ. τὴν οὐσίαν ἐκ..., Πλουτ. 2. 1118D. ― Μέσ., κατασκευάζω δι’ ἐμαυτόν, σ. δίφρον Κριτίας 1. 10, πρβλ. Λουκ. Θεῶν Διαλ. 25. 3, Ἔρωτ. 53. 2) Παθ., μετὰ β΄ πρκμ. συμπέπηγα, συντίθεμαι, σύγκειμαι, Ἀναξαγ. 4, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 46B· ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16. ΙΙ. ποιῶ τι στερεόν, συμπαγές, «πήζω» συμπυκνῶ, Ἰλ. Ε. 902 (ἴδε ἐν λέξ. ἐπείγω ΙΙΙ. 2)· σ. τὸ σῶμα Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 4, 8, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 85D· ― Παθ. μετὰ β΄ πρκμ., γίνομαι στερεός, συμπυκνοῦμαι, αὐτόθι 59E, 81B, 91A, κτλ.· ἐπὶ λιθαρίων ἐν τῇ κύστει, Ἱππ. π. Ἀέρ. 286.

French (Bailly abrégé)

ao. συνέπηξα;
litt. ficher ou fixer ensemble ; assembler, construire ; faire coaguler;
Moy. συμπήγνυμαι construire pour soi, acc..
Étymologie: σύν, πήγνυμι.