περίεργος

From LSJ
Revision as of 20:07, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίεργος Medium diacritics: περίεργος Low diacritics: περίεργος Capitals: ΠΕΡΙΕΡΓΟΣ
Transliteration A: períergos Transliteration B: periergos Transliteration C: periergos Beta Code: peri/ergos

English (LSJ)

ον,

   A taking needless trouble, Lys.12.35; γραμματικῶν π. γένη AP11.322 (Antiphan.). Adv.-γως Hp.Decent.7.    2 officious, meddlesome, Isoc.5.98, X.Mem.1.3.1, Men.Sam.85; π. εἰμι I am a busy-body, Id.Epit.45; περίεργα βλέπειν look curiously at, c. acc., AP 12.175 (Strat.), cf. Hdn.5.3.8 (Comp.).    3 of an inquiring mind, Arist.Resp.480b27; inquisitive, curious, Hdn.4.12.3 (Sup.); π. παιδία Gal.6.635; τὸ π. Luc.Alex.4. Adv.-γως, ἔχειν Astramps.Orac.p.1 H.: Comp. -ότερον, ἔχειν πρός τινα Jul.Or.4.130d.    II Pass., overwrought, elaborate, ὀδμή (perfume) Hp.Praec.10; φορήματα Ar.Fr. 321; ζωγράφημα Plu.2.64a; τὸ τῆς κόμης π. Luc.Nigr.13; esp. of language or style, ὀνόματα, λόγοι, Aeschin.3.229, D.H.Lys.14; τὸ π. Θουκυδίδου Id.Vett.Cens.3.2 : Comp., -οτέρα λέξις Id.Is.3. Adv. -γως Antyll. ap. Orib.9.14.7 : Comp. -ότερον, ἠσκημένος τὴν κόμην Arr.Epict.3.1.1; ἐξορχεῖσθαι Hdn.5.5.3.    2 superfluous, π. καὶ μακρὰ λέγειν Pl.Plt.286c; ὅπως εἴ τις π. ἀφαιρεθῇ (sc. δαπάνη) Arist. Rh.1359b27; π. ἐστί τι And.3.33, cf. Is.1.31; π. [ἐστι] τὸ λέγειν Arist.Pol.1315a40, cf. Rh.1369a8; futile, useless, πόλεμος Isoc.15.117. Adv. -γως Timocl.13.4, etc.    3 curious, superstitious, ἱερουργίαι Plu.Alex.2; τὰ π. curious arts, magic, Act.Ap.19.19.

German (Pape)

[Seite 575] 1) sorgfältig um eine Arbeit oder ein Geschäft herum, sorgfältig, bes. aber mit übertriebener, kleinlicher Sorgfalt arbeitend; γραμματικῶν γένη, Antiphan. 5 (XI, 322); unnütz, ohne Noth Etwas thuend, ἡγήσονται περιέργους ὑπὲρ ὑμῶν τειρομένους, Lys. 12, 35; δείσας, μὴ περίεργα ἅμα μακρὰ λέγοιμεν, Plat. Polit. 286 c; φασὶ τὰς τεσσαράκονθ' ἡμέρας ἐν αἷς ὑμῖν ἔξεστι βουλεύεσθαι, περίεργον εἶναι, die seien eine unnöthige Sorgfalt, überflüssig, Andoc. 3, 33; vgl. Is. 1, 31; Isocr. 1, 27. 4, 7 u. 33 (wo die v. l. πάρεργον), in welchen Stellen man auch ein subst. τὸ περίεργον annehmen könnte. Auch = neugierig, περίεργα βλέπειν, Strat. 17 (XII, 175). – 2) mit übertriebener Sorgfalt gemacht, bes. mit Zierath überladen, verkünstelt; τὸ τῆς κόμης περίεργον, Luc. Nigr. 13; τράπεζαι, 15; π. ἀναιδέσι φαρμάκοις ζωγράφημα, Plut. de adul. et am. discr. 32; auch vom Ausdrucke, Sp.; δύναμιν αὐτἡν καλοῦμεν οὐ κατὰ τὸ περίεργον, ἀλλ' ἁπλῶς κατὰ τὸ δύνασθαι, S. Emp. pyrrh. 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

περίεργος: -ον, (*ἔργω) ὁ πολὺ ἢ καθ’ ὑπερβολὴν φροντίζων, εἰς μάταιον κόπον ὑποβάλλων ἑαυτόν, Λυσ. 123. 24· ἐπὶ ἰατρῶν, Ἀριστ. π. Ἀναπν. 21, 7· ἐπὶ γραμματικῶν, Ἀνθ. Π. 11. 322. 2) ὁ ασχολούμενος εἰς τὰ πράγματα τῶν ἄλλων, ὁ ἀναμιγνυόμενος εἰς ξένας ὑποθέσεις, τὰ ἀλλότρια περιεργαζόμενος, Λατ. curiosus, Ἰσοκρ. 102Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 1· περίεργα βλέπειν, βλέπειν μετὰ περιεργείας, Ἀνθ. Π. 12. 175. 3) πλήρης περιεργίας, ἔχων νοῦν ἐρευνητικόν, ἐρευνητικός, Ἡρῳδιαν. 4. 12. ΙΙ. παθ., ὁ μετ’ ἰδιαζούσης προσοχῆς πεποιημένος, π. πόλεμος, λίαν δαπανηρός πόλεμος, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 124 2) ὁ μετὰ πολλῆς ἀκριβείας εἰργασμένος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 310, Πλούτ. 2. 64Α· τὸ τῆς κόμης π. Λουκ. Νιγρ. 13· ἰδίως ἐπὶ γλώσσης ἢ ὕφους, ὀνόματα, λόγοι Αἰσχίν. 86. 27, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 14· τὸ π. Θουκυδίδου ὁ αὐτ. ἐν τῷ τῶν Ἀρχ. Κρίσεις 3. 2· συγκρ., περιεργοτέρα λέξις ὁ αὐτ. π. Ἰσαίου 3· - συγκρ. ἐπίρρ., περιεργότερον ἠσκημένος τὴν κόμην Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 1. 3) περιττός, περίεργα καὶ μικρὰ λέγειν Πλάτ. Πολιτ. 286C· εἴ τις π. ἀφαιρεθῇ (ἐξυπ. δαπάνη) Ἀριστ. Ρητορ. 1. 4, 8· π. ἐστί τι Ἀνδοκ. 27. 35, πρβλ. Ἰσαῖ. 1. 38· π. [ἐστὶ] τὸ λέγειν Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 33, πρβλ. Ρητορ. 1. 10, 9. - Ἐπίρρ. -γως, Ἱππ. 24. 9, Τιμοκλῆς ἐν «Ἥρωσιν» 2, κτλ. 4) περίεργος, δεισιδαιμονίας πλήρης, ἱερουργίαι Πλουτ. Ἀλέξ. 2· τὰ περίεργα, περίεργα τεχνάσματα, Πράξ. Ἀποστ. ιθ', 19· πρβλ. περιεργία ΙΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίεργον. περιττὸν· ἢ στρεβλὸν».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 qui prend un soin superflu, minutieux à l’excès ; περίεργόν ἐστι avec l’inf. ISOCR il est superflu de …;
2 qui s’occupe de ce qui ne le regarde pas, indiscret;
II. travaillé avec un soin excessif, d’un art raffiné : τὸ περίεργον LUC soin excessif, art prétentieux;
Cp. περιεργότερος.
Étymologie: περί, ἔργον.