φόρμιγξ

From LSJ
Revision as of 19:29, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φόρμιγξ Medium diacritics: φόρμιγξ Low diacritics: φόρμιγξ Capitals: ΦΟΡΜΙΓΞ
Transliteration A: phórminx Transliteration B: phorminx Transliteration C: formigks Beta Code: fo/rmigc

English (LSJ)

ιγγος, ἡ,

   A lyre, freq. in Hom., esp. as the instrument of Apollo, φόρμιγγος περικαλλέος ἣν ἔχ' Ἀπόλλων Il.1.603, cf. 24.63, Od.17.270, Hes.Sc.203; of Achilles, φρένα τερπόμενον φόρμιγγι λιγείῃ καλῇ δαιδαλέῃ Il.9.186; with seven strings (after Terpander's time), ἑπτάκτυπος, ἑπτάγλωσσος, Pi.P.2.71, N.5.24; ἀντιψάλλων ἐλεφαντόδετον φ. Ar.Av.219 (anap.).    2 φ. ἄχορδος, metaph. for a bow, Arist.Rh.1413a1.

German (Pape)

[Seite 1300] ιγγος, ἡ (nach den Alten von φορέω, die Tragbare, ἡ τοῖς ὤμοις φερομένη κιθάρα), eine Art Cither, unserer Harfe ähnlich, das älteste Saiteninstrument der griechischen Sänger; oft bei Hom., bei dem sie vorzugsweise das Instrument des Apollo ist, Il. 1, 603. 24, 63; vgl. Hes. Sc. 203; auch Achilles spielt sie, φρένα τερπόμενον φόρμιγγι λιγείῃ, καλῇ, δαιδαλέῃ, Il. 9, 186; neben αὐλοί genannt 18, 495; φόρμιγγι λιγείῃ ἱμερόεν κιθάριζε 569; die Sänger beim Mahle spielen auf ihr, Od. 8, 67 u. öfter; dah. ἣ δαιτὶ συνήορός ἐστι 99, ἣν ἄρα δαιτὶ θεοὶ ποίησαν ἑταίρην 17, 270; μολπῇ καὶ φόρμιγγι· τὰ γάρ τ' ἀναθήματα δαιτός 21, 430. Sie heißt περικαλλής, δαιδαλέη u. vgl., weil sie mit Gold, Elfenbein und allerlei Bildwerk geschmückt ist; Pind. nennt sie ἑπτάκτυπος P. 2, 71, u. ἑπτάγλωσσος N. 5, 24, also siebensaitig; ἁδυμελής Ol. 7, 12; ποικιλόγαρυς 3, 8; ἁ φόρμιγξ ἁ Φοίβου σύμμολπος Eur. Ion 164; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

φόρμιγξ: -ιγγος, ἡ, εἶδος κιθάρας (ἴδε κατωτ., καὶ πρβλ. κιθαρίζω), τὸ ἀρχαιότατον τῶν ἐγχόρδων ὀργάνων τῶν Ἑλλήνων ἀοιδῶν, συχν. παρ’ Ὁμήρῳ μάλιστα ὡς ὄργανον τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἰλ. Α. 603, Ω. 63, πρβλ. Ὀδ. Ρ. 270, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 203· ἦτο δὲ κεκοσμημένη μὲ χρυσόν, ἐλέφαντα, πολυτίμους λίθους καὶ γλυφάς, ὅθεν τὰ ἐπίθετα περικαλλής, δαιδαλέη, κλπ.· ἑπτάχορδος (μετὰ τοὺς χρόνους τοῦ Τερπάνδρου), Πινδ. Π. 2. 130, Ν. 5. 43· ψάλλων ἐλεφαντόδετον φ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 219. 2) φ. ἄχορδος μεταφορ., τὸ τόξον, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 11, 11. (Συνήθως ἀναφέρεται εἰς τὸ φέρω, οἱονεὶ φορητὴ λύρα, ἡ τοῖς ὤμοις φερομένη Ἡσύχ. Ἀλλ’ ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΦΡΕΜ. φρέμω· οὕτω π. χ. βρέμεσθαι, εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς λύρας παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 11. 7. Κατὰ τὴν κατάληξιν συμφωνεῖ πρὸς ἄλλα μουσικὰ ὄργανα, οἷον σάλπιγξ, σῦριγξ).

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ἡ) :
lyre ou petite harpe primitive, de trois, quatre, et plus tard, sept cordes.
Étymologie: φέρω.