σύμμολπος
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
σύμμολπον, = συνῳδός, E.Ion165 (lyr.), dub. in Ath.Mitt.24.93 (Tire, Asia Minor).
German (Pape)
[Seite 983] = συνῳδός; φόρμιγξ Eur. Ion 165.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμμολπος -ον [σύν, μολπή] die meezingt.
Russian (Dvoretsky)
σύμμολπος: совместно поющий, т. е. вторящий (φόρμιγξ Eur.).
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που τραγουδά μαζί με κάποιον άλλο
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Σύμμολποι
ένωση αοιδών από τη Θήρα η οποία είχε και θρησκευτικό χαρακτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μολπος (< μολπή «τραγούδι, μέλος»), πρβλ. ἀντί-μολπος].
Greek Monotonic
σύμμολπος: -ον (μολπή), = συνῳδός, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
σύμμολπος: -ον, = συνῳδός, Εὐρ. Ἴων 165.