σύμμολπος

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμολπος Medium diacritics: σύμμολπος Low diacritics: σύμμολπος Capitals: ΣΥΜΜΟΛΠΟΣ
Transliteration A: sýmmolpos Transliteration B: symmolpos Transliteration C: symmolpos Beta Code: su/mmolpos

English (LSJ)

σύμμολπον, = συνῳδός, E.Ion165 (lyr.), dub. in Ath.Mitt.24.93 (Tire, Asia Minor).

German (Pape)

[Seite 983] = συνῳδός; φόρμιγξ Eur. Ion 165.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμμολπος -ον [σύν, μολπή] die meezingt.

Russian (Dvoretsky)

σύμμολπος: совместно поющий, т. е. вторящий (φόρμιγξ Eur.).

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που τραγουδά μαζί με κάποιον άλλο
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Σύμμολποι
ένωση αοιδών από τη Θήρα η οποία είχε και θρησκευτικό χαρακτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μολπος (< μολπή «τραγούδι, μέλος»), πρβλ. ἀντί-μολπος].

Greek Monotonic

σύμμολπος: -ον (μολπή), = συνῳδός, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σύμμολπος: -ον, = συνῳδός, Εὐρ. Ἴων 165.

Middle Liddell

σύμ-μολπος, ον, μολπή = συνῳδός, Eur.]